Εκκλησία: Το Άλλο. Και αυτό
![slider_image](/cms/photos/9597809135.jpg)
Μοιράσου το άρθρο:
15-11-2024
Γράφει η Ελένη Παπατσώρη
«Είσαι καταδικασμένος και Επιμελημένα δημόσιος».
Εκκλησία λέμε σήμερα, ακούμε και εννοούμε το επιβλητικό κτίριο στο οποίο συγκεντρώνονται οι χριστιανοί για την κοινή προσευχή τους, ένας τόπος λατρείας με ονοματεπώνυμο. Οι περισσότερο γνώστες τον λένε ναό, αφήνοντας για την λέξη εκκλησία το νόημά της συνάθροισης ανθρώπων για να… προσευχηθούν.
Όμως η λέξη εκκλησία προϋπήρχε του Χριστιανισμού και είχε άλλο νόημα.
Εκκλησία του δήμου λέγανε και εννοούσανε στην πράξη συνέλευση του λαού για να κυβερνηθεί το κράτος, κυρίως στις Ιωνικές πόλεις - κράτη. Απέλλα λέγανε την λαϊκή συνέλευση στις δωρικές πόλεις όπως στη Σπάρτη.
Τα περισσότερα αρχαία κράτη κυβερνήθηκαν από την συνέλευση των πολιτών τους και η συνέλευση, δηλαδή η εκκλησία, ήταν η πηγή όλων των εξουσιών: Της νομοθετικής δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι αυτονόητο πως στην εκκλησία συμμετείχαν όσοι δεν είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν ήταν ίδια, αλλά είχαν εξάρτηση από το πολίτευμα (δημοκρατικό ή ολιγαρχικό) και δεν τα γνωρίζουμε στις λεπτομέρειές τους παρά μόνο στην αρχαία Αθήνα και αυτό χάριν των βιβλίων που διασώθηκαν.
Η πόλη της Αρχαίας Ελλάδας ορίζεται περισσότερο από τους ανθρώπους της και πολύ λιγότερο από το έδαφος της. Οι άνθρωποι κάνουν την πόλη. Είναι μια κοινότητα πολιτών τελείως ανεξάρτητη, κυρίαρχη πάνω από τους πολίτες της, συνδεδεμένη με την λατρεία και κυβερνιέται από τους νόμους. Οι νόμοι ρυθμίζουν την ζωή του πολίτη από την γέννησή του ως τον θάνατό του. Αυτοί οι νόμοι, ορίζονται από τους ίδιους ή τους προγόνους τους. Οι άγραφοι νόμοι έχουν την ίδια δύναμη με τα διατάγματα.
Ναι! Εδώ βρίσκεται η αξία των ελεύθερων ανθρώπων της Ελλάδας σε σχέση με τους βαρβάρους που είναι υπήκοοι του βασιλιά κυρίαρχου, όμως η ελευθερία σταματάει έως εκεί που ορίζει ο νόμος.
«Αν οι Σπαρτιάτες είναι ελεύθεροι δεν είναι ελεύθεροι σε όλα. Έχουν έναν κύριο, τον νόμο, που τον φοβούνται πολύ περισσότερο από ότι οι υπήκοοί σου εσένα» είπε ο Δημάρατος στον Ξέρξη. Το ίδιο και ο Σωκράτης στους μαθητές του. Το επιχείρημα του για να μην δραπετεύσει αφού τον είχαν καταδικάσει να πιεί το δηλητήριο, ήταν: «Η υπακοή στους νόμους, διότι αλλιώς δεν υπάρχει πολιτεία».
Η εκκλησία στην Αρχαία Αθήνα και στις άλλες πόλεις ήταν θεσμός που είχε τις ρίζες του στην Ομηρική Αγορά. Ουσιαστική δύναμη της έδωσε ο Σόλων που χώρισε τους ελεύθερους πολίτες σε δέκα φυλές και έτσι έγινε δυνατή η προσέλευσή τους στην λατρεία του Δία και του Απόλλωνα (δεν μας αρκεί να μην έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, θέλουμε επιπλέον να έχουμε να ελπίζουμε σε κάτι) όρος απαραίτητος για να είναι κάποιος τέλειος πολίτης για να συμμετέχει στην εκκλησία και έκανε την εκκλησία κυρία της πόλης.
Αυτή επέλεγε τους Άρχοντες, ψήφιζε τους νόμους και έπαιρνε αποφάσεις περί πολέμου και ειρήνης. Σ αυτήν απολογούντο και οι άρχοντες και από αυτήν προήλθε το λαϊκό ορκωτό δικαστήριο που αποτελείται από ώριμους στην ηλικία άντρες που εκλέγονται από την εκκλησία και κληρώνονται στην συνέχεια. «Η κλήρωση δείχνει την θέληση των θεών». Ναι στη κλήρωση για το καλύτερο το αποτέλεσμα, στους θεούς γιατί;
Έτσι από την εκκλησία εξαρτιόταν η σωτηρία της πόλης, η ανώτατη άσκηση της δικαιοσύνης και αφού στην συνέχεια συμμετείχαν και οι θήτες (Αθηναίοι ακτήμονες, άνθρωποι του μεροκάματου) τέθηκαν τα θεμέλια της ισοπολιτείας και ισονομίας των Αθηναίων πολιτών. Πολίτες άνω των είκοσι ετών, από πατέρα και μητέρα Αθηναίο.
Αργότερα ο Κλεισθένης έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία και στους ξένους (μέτοικους) και στους δούλους (απελεύθερους), σε όσους ο νόμος προέβλεπε. Μεγάλη τιμή (επίτιμος) να συμμετέχεις στην εκκλησία και γι αυτό το να σου αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα λεγόταν ατιμία (πω, πω σήμερα με αυτή την εφαρμογή, οι συμμετέχοντες δεν θα ξεπερνούσαν τον μονό αριθμό και αυτή από σπόντα). «Απέδωσε τω πλήθει την πολιτείαν» λέει ο Αριστοτέλης.
Η κοινή γνώμη ήταν πολύ αυστηρή για όποιον έδινε την εντύπωση πως αδιαφορούσε για τις υποθέσεις του κράτους. Ο θεσμός να δίνεται μία χρηματική αποζημίωση στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της εκκλησίας (εκκλησιαστικός μισθός) έδινε την δυνατότητα της συμμετοχής στους ακτήμονες του μεροκάματου.
Πώς θα μπορούσαν οι θήτες να είναι παρόντες στις συνεδριάσεις που κρατούσαν σχεδόν όλη την ημέρα και γίνονταν τέσσερες φορές τουλάχιστον το μήνα;
(πρυτανεία) Στις τακτικές συνεδριάσεις να προσθέσουμε και τις έκτακτες (σύγκλητοι) που γίνονταν όταν προκύπταν έκτακτα γεγονότα.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε την καθημερινότητα ενός ευρωπαίου πολίτη του 20ου αιώνα θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε καθόλου για το εκλογικό του δικαίωμα που μπορούσε να ασκήσει που και που. Ο Αθηναίος πολίτης όμως όχι μόνο λάβαινε μέρος στις συνεδριάσεις της εκκλησίας, αλλά μπορούσε να γίνει για ένα χρόνο άρχοντας ή βουλευτής ή ακόμα και δικαστής, δεδομένου πως η εκλογή των παραπάνω γινόταν με κλήρωση στην εκκλησία. Ναι! Η κλήρωση είναι μια επιβεβαίωση της αμεσότητας της λαϊκής κυριαρχίας, σε συνδυασμό με την εναλλαγή ήταν μια δικλείδα ασφαλείας για να μην μετατρέπονται οι κυβερνήτες- διαχειριστές σε αφεντικά. Αλλιώτικα, όπως θα έλεγε και ο Rousseau, η δημοκρατία είτε θα είναι άμεση ή δεν θα είναι δημοκρατία, είτε κυρίαρχος λαός και κυβέρνηση θα ταυτίζονται, είτε ο λαός δεν θα είναι κυρίαρχος.
Βουλευτής κάποιος γινόταν το πολύ δύο φορές στη ζωή του. Οι 50 βουλευτές που εκλέγονταν από την κάθε φυλή προεδρεύανε για μια πρυτανεία (35 ημέρες) και κάθε μέρα πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ένας από αυτούς, ο πρύτανης με κλήρωση.
Στην ημερήσια διάταξη, που είχε ανακοινωθεί τέσσερες ημέρες πριν, γράφονταν τα θέματα της συζήτησης. «Τις αγορεύειν βούλεται»; Η καθιερωμένη φράση του κήρυκα. Ο πολίτης που σηκωνόταν στο βήμα του βάζανε στεφάνι από μυρτιά στο κεφάλι για την ιερότητα της στιγμής, Δικαίωμα αγόρευσης είχαν όλοι οι εκκλησιάζοντες εκτός από αυτούς που δεν εκπλήρωναν τα καθήκοντά τους προς τους γονείς και την πατρίδα, που σπατάλησαν την πατρική περιουσία και που συζούσαν με εταίρες. Με το τέλος της συζήτησης το θέμα ετίθετο σε ψηφοφορία και με χειροτονία (δι’ ανατάσεως των χειρών) λαμβανόταν η απόφαση, που γραφόταν στο Μητρώο (ιερό της μητέρας των θεών) και φυλασσόταν όπου και τα δημόσια γράμματα.
Για σημαντικά θέματα, κυρίως προσωπικά η απόφαση λαμβανόταν με εξοστρακισμό και ήταν μυστική, δηλαδή αν ετίθετο θέμα για κάποιο ξένο να λάβει πολιτικά δικαιώματα ή κάποιον να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα έπρεπε η απόφαση να ληφθεί από 600 πολίτες (πράγμα όχι απαραίτητο για άλλες) και μυστικά.
Η δημοκρατία ήταν πολύ δύσπιστη απέναντι σε εκείνους που τους παραχωρούσε έστω μια μικρή εξουσία. Ο άρχοντας που εκλεγόταν και αυτός με κλήρο ήταν πάντοτε συνάρχοντας και υποβαλλόταν σε δοκιμασία για το ήθος και την και την ικανότητα του. Έπαιρνε όρκο και ήταν δυνατόν να χάσει το αξίωμά του, με μια απόφαση της εκκλησίας ή και να καταδικαστεί σε θάνατο, όπως οι στρατηγοί, οι νικητές των Αργινουσών, διότι δεν περισυνέλλεξαν τους ναυαγούς. Όταν τελείωνε η θητεία του, του ζητούσε τα «εύθυνα», δηλαδή λογαριασμό και ο έλεγχος ήταν αυστηρός. Κάθε πολιτικό που τον υποψιάζονταν για φιλόδοξο, όταν ασκούσε τα καθήκοντά του, τον εξοστράκιζαν.
Ο οστρακισμός είναι θεσμός περισσότερο πολιτικός και λιγότερο δικαστικός. Ο λαός αποφάσιζε να απομακρύνει έναν πολίτη προσωρινά από την πόλη χωρίς κανονική δίκη, χωρίς μομφή, χωρίς καμιά κατηγορία. Η καταδίκη με οστρακισμό έχει προληπτικό χαρακτήρα. Δεν τιμωρεί ένα σφάλμα αλλά σκοπό έχει να το εμποδίσει. Καταπνίγει την πρόθεση πραγματική ή υποθετική για τυραννία ή φιλόδοξη συμπεριφορά ή αυτή που φαινόταν σαν τέτοια. «Δίκην προθέσεως».
Η συνέλευση της οστρακοφορίας ήταν έκτακτη εκκλησία, το πολύ μία φορά το χρόνο και δεν γινόταν στην Πνύκα ή στο θέατρο όπως οι άλλες αλλά στην Αγορά. Κάθε πολίτης έγραφε στο όστρακο (σπασμένο αγγείο) το όνομα αυτού που ήθελε να εξοστρακιστεί και με πάνω από 6.000 τέτοια όστρακα γινόταν ο εξοστρακισμός. Ο εξοστρακισμένος απομακρυνόταν από την πόλη για 10 χρόνια χωρίς να του κατασχεθεί η περιουσία (αυτό γινόταν στον εξόριστο).
Οι δέκα στρατηγοί -ένας από κάθε φυλή- που είχαν την ευθύνη της εθνικής άμυνας και ήταν αρχηγοί του στρατού και του στόλου στις εκστρατείες και αυτοί από την εκκλησία εκλέγονταν και σε αυτήν λογοδοτούσαν. Ο περίφημος Περικλής ήταν ένας από αυτούς. Την ευθύνη και για τις υπόλοιπες δίκες (ποινικές) την είχε η εκκλησία, επειδή δεν προλάβαινε όμως, όριζε την Ηλιαία, λαϊκό ορκωτό δικαστήριο με διάρκεια ζωής ένα χρόνο.
Η εκκλησία λοιπόν ήταν η κυβέρνηση σε μια πόλη με άμεση δημοκρατία όπως η Αθήνα που όλοι οι πολίτες λάμβαναν μέρος. Άλλες τέτοιες πόλεις ήταν η Αλικαρνασσός, Σάμος, Έφεσος.
Η εκκλησία στις αριστοκρατικές πόλεις, όπως η Σπάρτη, είχε σημαντική πολιτική σημασία καθόσον αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνης, περί σχέσεων της Σπάρτης με άλλες πόλεις και εξέλεγε τους άρχοντες. Όμως διέφερε κατά το ότι ο αριθμός των εκκλησιαζόντων ήταν μικρότερος διότι αυτοί που είχαν πολιτικά δικαιώματα ήταν λιγότεροι.
Απέλλα την έλεγαν, που συνεδρίαζε μία φορά το μήνα με συνέδρους άνω των 30 ετών και τα ψηφίσματά της μπορούσε να τα ακυρώσει η γερουσία ή οι βασιλείς.
Δικαίωμα αγόρευσης είχε μόνο ο βασιλιάς, οι έφοροι και οι γέροντες, όχι όμως οι απλοί πολίτες.
Έκκληση (εκ-καλώ) για να κυβερνηθούνε, κάναν οι αρχαίοι προκειμένου να αποφασίσουν για να δράσουν επί της ζώσας πραγματικότητας.
Έκκληση κάνουνε σήμερα οι Χριστιανοί, προκειμένου να προσευχηθούν για να σώσουν τον εαυτό τους στην άλλη… ζωή.
Οποία απόστασις!!!!!!!
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
Εκκλησία λέμε σήμερα, ακούμε και εννοούμε το επιβλητικό κτίριο στο οποίο συγκεντρώνονται οι χριστιανοί για την κοινή προσευχή τους, ένας τόπος λατρείας με ονοματεπώνυμο. Οι περισσότερο γνώστες τον λένε ναό, αφήνοντας για την λέξη εκκλησία το νόημά της συνάθροισης ανθρώπων για να… προσευχηθούν.
Όμως η λέξη εκκλησία προϋπήρχε του Χριστιανισμού και είχε άλλο νόημα.
Εκκλησία του δήμου λέγανε και εννοούσανε στην πράξη συνέλευση του λαού για να κυβερνηθεί το κράτος, κυρίως στις Ιωνικές πόλεις - κράτη. Απέλλα λέγανε την λαϊκή συνέλευση στις δωρικές πόλεις όπως στη Σπάρτη.
Τα περισσότερα αρχαία κράτη κυβερνήθηκαν από την συνέλευση των πολιτών τους και η συνέλευση, δηλαδή η εκκλησία, ήταν η πηγή όλων των εξουσιών: Της νομοθετικής δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι αυτονόητο πως στην εκκλησία συμμετείχαν όσοι δεν είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν ήταν ίδια, αλλά είχαν εξάρτηση από το πολίτευμα (δημοκρατικό ή ολιγαρχικό) και δεν τα γνωρίζουμε στις λεπτομέρειές τους παρά μόνο στην αρχαία Αθήνα και αυτό χάριν των βιβλίων που διασώθηκαν.
Η πόλη της Αρχαίας Ελλάδας ορίζεται περισσότερο από τους ανθρώπους της και πολύ λιγότερο από το έδαφος της. Οι άνθρωποι κάνουν την πόλη. Είναι μια κοινότητα πολιτών τελείως ανεξάρτητη, κυρίαρχη πάνω από τους πολίτες της, συνδεδεμένη με την λατρεία και κυβερνιέται από τους νόμους. Οι νόμοι ρυθμίζουν την ζωή του πολίτη από την γέννησή του ως τον θάνατό του. Αυτοί οι νόμοι, ορίζονται από τους ίδιους ή τους προγόνους τους. Οι άγραφοι νόμοι έχουν την ίδια δύναμη με τα διατάγματα.
Ναι! Εδώ βρίσκεται η αξία των ελεύθερων ανθρώπων της Ελλάδας σε σχέση με τους βαρβάρους που είναι υπήκοοι του βασιλιά κυρίαρχου, όμως η ελευθερία σταματάει έως εκεί που ορίζει ο νόμος.
«Αν οι Σπαρτιάτες είναι ελεύθεροι δεν είναι ελεύθεροι σε όλα. Έχουν έναν κύριο, τον νόμο, που τον φοβούνται πολύ περισσότερο από ότι οι υπήκοοί σου εσένα» είπε ο Δημάρατος στον Ξέρξη. Το ίδιο και ο Σωκράτης στους μαθητές του. Το επιχείρημα του για να μην δραπετεύσει αφού τον είχαν καταδικάσει να πιεί το δηλητήριο, ήταν: «Η υπακοή στους νόμους, διότι αλλιώς δεν υπάρχει πολιτεία».
Η εκκλησία στην Αρχαία Αθήνα και στις άλλες πόλεις ήταν θεσμός που είχε τις ρίζες του στην Ομηρική Αγορά. Ουσιαστική δύναμη της έδωσε ο Σόλων που χώρισε τους ελεύθερους πολίτες σε δέκα φυλές και έτσι έγινε δυνατή η προσέλευσή τους στην λατρεία του Δία και του Απόλλωνα (δεν μας αρκεί να μην έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, θέλουμε επιπλέον να έχουμε να ελπίζουμε σε κάτι) όρος απαραίτητος για να είναι κάποιος τέλειος πολίτης για να συμμετέχει στην εκκλησία και έκανε την εκκλησία κυρία της πόλης.
Αυτή επέλεγε τους Άρχοντες, ψήφιζε τους νόμους και έπαιρνε αποφάσεις περί πολέμου και ειρήνης. Σ αυτήν απολογούντο και οι άρχοντες και από αυτήν προήλθε το λαϊκό ορκωτό δικαστήριο που αποτελείται από ώριμους στην ηλικία άντρες που εκλέγονται από την εκκλησία και κληρώνονται στην συνέχεια. «Η κλήρωση δείχνει την θέληση των θεών». Ναι στη κλήρωση για το καλύτερο το αποτέλεσμα, στους θεούς γιατί;
Έτσι από την εκκλησία εξαρτιόταν η σωτηρία της πόλης, η ανώτατη άσκηση της δικαιοσύνης και αφού στην συνέχεια συμμετείχαν και οι θήτες (Αθηναίοι ακτήμονες, άνθρωποι του μεροκάματου) τέθηκαν τα θεμέλια της ισοπολιτείας και ισονομίας των Αθηναίων πολιτών. Πολίτες άνω των είκοσι ετών, από πατέρα και μητέρα Αθηναίο.
Αργότερα ο Κλεισθένης έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία και στους ξένους (μέτοικους) και στους δούλους (απελεύθερους), σε όσους ο νόμος προέβλεπε. Μεγάλη τιμή (επίτιμος) να συμμετέχεις στην εκκλησία και γι αυτό το να σου αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα λεγόταν ατιμία (πω, πω σήμερα με αυτή την εφαρμογή, οι συμμετέχοντες δεν θα ξεπερνούσαν τον μονό αριθμό και αυτή από σπόντα). «Απέδωσε τω πλήθει την πολιτείαν» λέει ο Αριστοτέλης.
Η κοινή γνώμη ήταν πολύ αυστηρή για όποιον έδινε την εντύπωση πως αδιαφορούσε για τις υποθέσεις του κράτους. Ο θεσμός να δίνεται μία χρηματική αποζημίωση στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της εκκλησίας (εκκλησιαστικός μισθός) έδινε την δυνατότητα της συμμετοχής στους ακτήμονες του μεροκάματου.
Πώς θα μπορούσαν οι θήτες να είναι παρόντες στις συνεδριάσεις που κρατούσαν σχεδόν όλη την ημέρα και γίνονταν τέσσερες φορές τουλάχιστον το μήνα;
(πρυτανεία) Στις τακτικές συνεδριάσεις να προσθέσουμε και τις έκτακτες (σύγκλητοι) που γίνονταν όταν προκύπταν έκτακτα γεγονότα.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε την καθημερινότητα ενός ευρωπαίου πολίτη του 20ου αιώνα θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε καθόλου για το εκλογικό του δικαίωμα που μπορούσε να ασκήσει που και που. Ο Αθηναίος πολίτης όμως όχι μόνο λάβαινε μέρος στις συνεδριάσεις της εκκλησίας, αλλά μπορούσε να γίνει για ένα χρόνο άρχοντας ή βουλευτής ή ακόμα και δικαστής, δεδομένου πως η εκλογή των παραπάνω γινόταν με κλήρωση στην εκκλησία. Ναι! Η κλήρωση είναι μια επιβεβαίωση της αμεσότητας της λαϊκής κυριαρχίας, σε συνδυασμό με την εναλλαγή ήταν μια δικλείδα ασφαλείας για να μην μετατρέπονται οι κυβερνήτες- διαχειριστές σε αφεντικά. Αλλιώτικα, όπως θα έλεγε και ο Rousseau, η δημοκρατία είτε θα είναι άμεση ή δεν θα είναι δημοκρατία, είτε κυρίαρχος λαός και κυβέρνηση θα ταυτίζονται, είτε ο λαός δεν θα είναι κυρίαρχος.
Βουλευτής κάποιος γινόταν το πολύ δύο φορές στη ζωή του. Οι 50 βουλευτές που εκλέγονταν από την κάθε φυλή προεδρεύανε για μια πρυτανεία (35 ημέρες) και κάθε μέρα πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ένας από αυτούς, ο πρύτανης με κλήρωση.
Στην ημερήσια διάταξη, που είχε ανακοινωθεί τέσσερες ημέρες πριν, γράφονταν τα θέματα της συζήτησης. «Τις αγορεύειν βούλεται»; Η καθιερωμένη φράση του κήρυκα. Ο πολίτης που σηκωνόταν στο βήμα του βάζανε στεφάνι από μυρτιά στο κεφάλι για την ιερότητα της στιγμής, Δικαίωμα αγόρευσης είχαν όλοι οι εκκλησιάζοντες εκτός από αυτούς που δεν εκπλήρωναν τα καθήκοντά τους προς τους γονείς και την πατρίδα, που σπατάλησαν την πατρική περιουσία και που συζούσαν με εταίρες. Με το τέλος της συζήτησης το θέμα ετίθετο σε ψηφοφορία και με χειροτονία (δι’ ανατάσεως των χειρών) λαμβανόταν η απόφαση, που γραφόταν στο Μητρώο (ιερό της μητέρας των θεών) και φυλασσόταν όπου και τα δημόσια γράμματα.
Για σημαντικά θέματα, κυρίως προσωπικά η απόφαση λαμβανόταν με εξοστρακισμό και ήταν μυστική, δηλαδή αν ετίθετο θέμα για κάποιο ξένο να λάβει πολιτικά δικαιώματα ή κάποιον να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα έπρεπε η απόφαση να ληφθεί από 600 πολίτες (πράγμα όχι απαραίτητο για άλλες) και μυστικά.
Η δημοκρατία ήταν πολύ δύσπιστη απέναντι σε εκείνους που τους παραχωρούσε έστω μια μικρή εξουσία. Ο άρχοντας που εκλεγόταν και αυτός με κλήρο ήταν πάντοτε συνάρχοντας και υποβαλλόταν σε δοκιμασία για το ήθος και την και την ικανότητα του. Έπαιρνε όρκο και ήταν δυνατόν να χάσει το αξίωμά του, με μια απόφαση της εκκλησίας ή και να καταδικαστεί σε θάνατο, όπως οι στρατηγοί, οι νικητές των Αργινουσών, διότι δεν περισυνέλλεξαν τους ναυαγούς. Όταν τελείωνε η θητεία του, του ζητούσε τα «εύθυνα», δηλαδή λογαριασμό και ο έλεγχος ήταν αυστηρός. Κάθε πολιτικό που τον υποψιάζονταν για φιλόδοξο, όταν ασκούσε τα καθήκοντά του, τον εξοστράκιζαν.
Ο οστρακισμός είναι θεσμός περισσότερο πολιτικός και λιγότερο δικαστικός. Ο λαός αποφάσιζε να απομακρύνει έναν πολίτη προσωρινά από την πόλη χωρίς κανονική δίκη, χωρίς μομφή, χωρίς καμιά κατηγορία. Η καταδίκη με οστρακισμό έχει προληπτικό χαρακτήρα. Δεν τιμωρεί ένα σφάλμα αλλά σκοπό έχει να το εμποδίσει. Καταπνίγει την πρόθεση πραγματική ή υποθετική για τυραννία ή φιλόδοξη συμπεριφορά ή αυτή που φαινόταν σαν τέτοια. «Δίκην προθέσεως».
Η συνέλευση της οστρακοφορίας ήταν έκτακτη εκκλησία, το πολύ μία φορά το χρόνο και δεν γινόταν στην Πνύκα ή στο θέατρο όπως οι άλλες αλλά στην Αγορά. Κάθε πολίτης έγραφε στο όστρακο (σπασμένο αγγείο) το όνομα αυτού που ήθελε να εξοστρακιστεί και με πάνω από 6.000 τέτοια όστρακα γινόταν ο εξοστρακισμός. Ο εξοστρακισμένος απομακρυνόταν από την πόλη για 10 χρόνια χωρίς να του κατασχεθεί η περιουσία (αυτό γινόταν στον εξόριστο).
Οι δέκα στρατηγοί -ένας από κάθε φυλή- που είχαν την ευθύνη της εθνικής άμυνας και ήταν αρχηγοί του στρατού και του στόλου στις εκστρατείες και αυτοί από την εκκλησία εκλέγονταν και σε αυτήν λογοδοτούσαν. Ο περίφημος Περικλής ήταν ένας από αυτούς. Την ευθύνη και για τις υπόλοιπες δίκες (ποινικές) την είχε η εκκλησία, επειδή δεν προλάβαινε όμως, όριζε την Ηλιαία, λαϊκό ορκωτό δικαστήριο με διάρκεια ζωής ένα χρόνο.
Η εκκλησία λοιπόν ήταν η κυβέρνηση σε μια πόλη με άμεση δημοκρατία όπως η Αθήνα που όλοι οι πολίτες λάμβαναν μέρος. Άλλες τέτοιες πόλεις ήταν η Αλικαρνασσός, Σάμος, Έφεσος.
Η εκκλησία στις αριστοκρατικές πόλεις, όπως η Σπάρτη, είχε σημαντική πολιτική σημασία καθόσον αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνης, περί σχέσεων της Σπάρτης με άλλες πόλεις και εξέλεγε τους άρχοντες. Όμως διέφερε κατά το ότι ο αριθμός των εκκλησιαζόντων ήταν μικρότερος διότι αυτοί που είχαν πολιτικά δικαιώματα ήταν λιγότεροι.
Απέλλα την έλεγαν, που συνεδρίαζε μία φορά το μήνα με συνέδρους άνω των 30 ετών και τα ψηφίσματά της μπορούσε να τα ακυρώσει η γερουσία ή οι βασιλείς.
Δικαίωμα αγόρευσης είχε μόνο ο βασιλιάς, οι έφοροι και οι γέροντες, όχι όμως οι απλοί πολίτες.
Έκκληση (εκ-καλώ) για να κυβερνηθούνε, κάναν οι αρχαίοι προκειμένου να αποφασίσουν για να δράσουν επί της ζώσας πραγματικότητας.
Έκκληση κάνουνε σήμερα οι Χριστιανοί, προκειμένου να προσευχηθούν για να σώσουν τον εαυτό τους στην άλλη… ζωή.
Οποία απόστασις!!!!!!!
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
«Είσαι καταδικασμένος και Επιμελημένα δημόσιος».
Εκκλησία λέμε σήμερα, ακούμε και εννοούμε το επιβλητικό κτίριο στο οποίο συγκεντρώνονται οι χριστιανοί για την κοινή προσευχή τους, ένας τόπος λατρείας με ονοματεπώνυμο. Οι περισσότερο γνώστες τον λένε ναό, αφήνοντας για την λέξη εκκλησία το νόημά της συνάθροισης ανθρώπων για να… προσευχηθούν.
Όμως η λέξη εκκλησία προϋπήρχε του Χριστιανισμού και είχε άλλο νόημα.
Εκκλησία του δήμου λέγανε και εννοούσανε στην πράξη συνέλευση του λαού για να κυβερνηθεί το κράτος, κυρίως στις Ιωνικές πόλεις - κράτη. Απέλλα λέγανε την λαϊκή συνέλευση στις δωρικές πόλεις όπως στη Σπάρτη.
Τα περισσότερα αρχαία κράτη κυβερνήθηκαν από την συνέλευση των πολιτών τους και η συνέλευση, δηλαδή η εκκλησία, ήταν η πηγή όλων των εξουσιών: Της νομοθετικής δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι αυτονόητο πως στην εκκλησία συμμετείχαν όσοι δεν είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν ήταν ίδια, αλλά είχαν εξάρτηση από το πολίτευμα (δημοκρατικό ή ολιγαρχικό) και δεν τα γνωρίζουμε στις λεπτομέρειές τους παρά μόνο στην αρχαία Αθήνα και αυτό χάριν των βιβλίων που διασώθηκαν.
Η πόλη της Αρχαίας Ελλάδας ορίζεται περισσότερο από τους ανθρώπους της και πολύ λιγότερο από το έδαφος της. Οι άνθρωποι κάνουν την πόλη. Είναι μια κοινότητα πολιτών τελείως ανεξάρτητη, κυρίαρχη πάνω από τους πολίτες της, συνδεδεμένη με την λατρεία και κυβερνιέται από τους νόμους. Οι νόμοι ρυθμίζουν την ζωή του πολίτη από την γέννησή του ως τον θάνατό του. Αυτοί οι νόμοι, ορίζονται από τους ίδιους ή τους προγόνους τους. Οι άγραφοι νόμοι έχουν την ίδια δύναμη με τα διατάγματα.
Ναι! Εδώ βρίσκεται η αξία των ελεύθερων ανθρώπων της Ελλάδας σε σχέση με τους βαρβάρους που είναι υπήκοοι του βασιλιά κυρίαρχου, όμως η ελευθερία σταματάει έως εκεί που ορίζει ο νόμος.
«Αν οι Σπαρτιάτες είναι ελεύθεροι δεν είναι ελεύθεροι σε όλα. Έχουν έναν κύριο, τον νόμο, που τον φοβούνται πολύ περισσότερο από ότι οι υπήκοοί σου εσένα» είπε ο Δημάρατος στον Ξέρξη. Το ίδιο και ο Σωκράτης στους μαθητές του. Το επιχείρημα του για να μην δραπετεύσει αφού τον είχαν καταδικάσει να πιεί το δηλητήριο, ήταν: «Η υπακοή στους νόμους, διότι αλλιώς δεν υπάρχει πολιτεία».
Η εκκλησία στην Αρχαία Αθήνα και στις άλλες πόλεις ήταν θεσμός που είχε τις ρίζες του στην Ομηρική Αγορά. Ουσιαστική δύναμη της έδωσε ο Σόλων που χώρισε τους ελεύθερους πολίτες σε δέκα φυλές και έτσι έγινε δυνατή η προσέλευσή τους στην λατρεία του Δία και του Απόλλωνα (δεν μας αρκεί να μην έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, θέλουμε επιπλέον να έχουμε να ελπίζουμε σε κάτι) όρος απαραίτητος για να είναι κάποιος τέλειος πολίτης για να συμμετέχει στην εκκλησία και έκανε την εκκλησία κυρία της πόλης.
Αυτή επέλεγε τους Άρχοντες, ψήφιζε τους νόμους και έπαιρνε αποφάσεις περί πολέμου και ειρήνης. Σ αυτήν απολογούντο και οι άρχοντες και από αυτήν προήλθε το λαϊκό ορκωτό δικαστήριο που αποτελείται από ώριμους στην ηλικία άντρες που εκλέγονται από την εκκλησία και κληρώνονται στην συνέχεια. «Η κλήρωση δείχνει την θέληση των θεών». Ναι στη κλήρωση για το καλύτερο το αποτέλεσμα, στους θεούς γιατί;
Έτσι από την εκκλησία εξαρτιόταν η σωτηρία της πόλης, η ανώτατη άσκηση της δικαιοσύνης και αφού στην συνέχεια συμμετείχαν και οι θήτες (Αθηναίοι ακτήμονες, άνθρωποι του μεροκάματου) τέθηκαν τα θεμέλια της ισοπολιτείας και ισονομίας των Αθηναίων πολιτών. Πολίτες άνω των είκοσι ετών, από πατέρα και μητέρα Αθηναίο.
Αργότερα ο Κλεισθένης έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία και στους ξένους (μέτοικους) και στους δούλους (απελεύθερους), σε όσους ο νόμος προέβλεπε. Μεγάλη τιμή (επίτιμος) να συμμετέχεις στην εκκλησία και γι αυτό το να σου αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα λεγόταν ατιμία (πω, πω σήμερα με αυτή την εφαρμογή, οι συμμετέχοντες δεν θα ξεπερνούσαν τον μονό αριθμό και αυτή από σπόντα). «Απέδωσε τω πλήθει την πολιτείαν» λέει ο Αριστοτέλης.
Η κοινή γνώμη ήταν πολύ αυστηρή για όποιον έδινε την εντύπωση πως αδιαφορούσε για τις υποθέσεις του κράτους. Ο θεσμός να δίνεται μία χρηματική αποζημίωση στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της εκκλησίας (εκκλησιαστικός μισθός) έδινε την δυνατότητα της συμμετοχής στους ακτήμονες του μεροκάματου.
Πώς θα μπορούσαν οι θήτες να είναι παρόντες στις συνεδριάσεις που κρατούσαν σχεδόν όλη την ημέρα και γίνονταν τέσσερες φορές τουλάχιστον το μήνα;
(πρυτανεία) Στις τακτικές συνεδριάσεις να προσθέσουμε και τις έκτακτες (σύγκλητοι) που γίνονταν όταν προκύπταν έκτακτα γεγονότα.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε την καθημερινότητα ενός ευρωπαίου πολίτη του 20ου αιώνα θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε καθόλου για το εκλογικό του δικαίωμα που μπορούσε να ασκήσει που και που. Ο Αθηναίος πολίτης όμως όχι μόνο λάβαινε μέρος στις συνεδριάσεις της εκκλησίας, αλλά μπορούσε να γίνει για ένα χρόνο άρχοντας ή βουλευτής ή ακόμα και δικαστής, δεδομένου πως η εκλογή των παραπάνω γινόταν με κλήρωση στην εκκλησία. Ναι! Η κλήρωση είναι μια επιβεβαίωση της αμεσότητας της λαϊκής κυριαρχίας, σε συνδυασμό με την εναλλαγή ήταν μια δικλείδα ασφαλείας για να μην μετατρέπονται οι κυβερνήτες- διαχειριστές σε αφεντικά. Αλλιώτικα, όπως θα έλεγε και ο Rousseau, η δημοκρατία είτε θα είναι άμεση ή δεν θα είναι δημοκρατία, είτε κυρίαρχος λαός και κυβέρνηση θα ταυτίζονται, είτε ο λαός δεν θα είναι κυρίαρχος.
Βουλευτής κάποιος γινόταν το πολύ δύο φορές στη ζωή του. Οι 50 βουλευτές που εκλέγονταν από την κάθε φυλή προεδρεύανε για μια πρυτανεία (35 ημέρες) και κάθε μέρα πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ένας από αυτούς, ο πρύτανης με κλήρωση.
Στην ημερήσια διάταξη, που είχε ανακοινωθεί τέσσερες ημέρες πριν, γράφονταν τα θέματα της συζήτησης. «Τις αγορεύειν βούλεται»; Η καθιερωμένη φράση του κήρυκα. Ο πολίτης που σηκωνόταν στο βήμα του βάζανε στεφάνι από μυρτιά στο κεφάλι για την ιερότητα της στιγμής, Δικαίωμα αγόρευσης είχαν όλοι οι εκκλησιάζοντες εκτός από αυτούς που δεν εκπλήρωναν τα καθήκοντά τους προς τους γονείς και την πατρίδα, που σπατάλησαν την πατρική περιουσία και που συζούσαν με εταίρες. Με το τέλος της συζήτησης το θέμα ετίθετο σε ψηφοφορία και με χειροτονία (δι’ ανατάσεως των χειρών) λαμβανόταν η απόφαση, που γραφόταν στο Μητρώο (ιερό της μητέρας των θεών) και φυλασσόταν όπου και τα δημόσια γράμματα.
Για σημαντικά θέματα, κυρίως προσωπικά η απόφαση λαμβανόταν με εξοστρακισμό και ήταν μυστική, δηλαδή αν ετίθετο θέμα για κάποιο ξένο να λάβει πολιτικά δικαιώματα ή κάποιον να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα έπρεπε η απόφαση να ληφθεί από 600 πολίτες (πράγμα όχι απαραίτητο για άλλες) και μυστικά.
Η δημοκρατία ήταν πολύ δύσπιστη απέναντι σε εκείνους που τους παραχωρούσε έστω μια μικρή εξουσία. Ο άρχοντας που εκλεγόταν και αυτός με κλήρο ήταν πάντοτε συνάρχοντας και υποβαλλόταν σε δοκιμασία για το ήθος και την και την ικανότητα του. Έπαιρνε όρκο και ήταν δυνατόν να χάσει το αξίωμά του, με μια απόφαση της εκκλησίας ή και να καταδικαστεί σε θάνατο, όπως οι στρατηγοί, οι νικητές των Αργινουσών, διότι δεν περισυνέλλεξαν τους ναυαγούς. Όταν τελείωνε η θητεία του, του ζητούσε τα «εύθυνα», δηλαδή λογαριασμό και ο έλεγχος ήταν αυστηρός. Κάθε πολιτικό που τον υποψιάζονταν για φιλόδοξο, όταν ασκούσε τα καθήκοντά του, τον εξοστράκιζαν.
Ο οστρακισμός είναι θεσμός περισσότερο πολιτικός και λιγότερο δικαστικός. Ο λαός αποφάσιζε να απομακρύνει έναν πολίτη προσωρινά από την πόλη χωρίς κανονική δίκη, χωρίς μομφή, χωρίς καμιά κατηγορία. Η καταδίκη με οστρακισμό έχει προληπτικό χαρακτήρα. Δεν τιμωρεί ένα σφάλμα αλλά σκοπό έχει να το εμποδίσει. Καταπνίγει την πρόθεση πραγματική ή υποθετική για τυραννία ή φιλόδοξη συμπεριφορά ή αυτή που φαινόταν σαν τέτοια. «Δίκην προθέσεως».
Η συνέλευση της οστρακοφορίας ήταν έκτακτη εκκλησία, το πολύ μία φορά το χρόνο και δεν γινόταν στην Πνύκα ή στο θέατρο όπως οι άλλες αλλά στην Αγορά. Κάθε πολίτης έγραφε στο όστρακο (σπασμένο αγγείο) το όνομα αυτού που ήθελε να εξοστρακιστεί και με πάνω από 6.000 τέτοια όστρακα γινόταν ο εξοστρακισμός. Ο εξοστρακισμένος απομακρυνόταν από την πόλη για 10 χρόνια χωρίς να του κατασχεθεί η περιουσία (αυτό γινόταν στον εξόριστο).
Οι δέκα στρατηγοί -ένας από κάθε φυλή- που είχαν την ευθύνη της εθνικής άμυνας και ήταν αρχηγοί του στρατού και του στόλου στις εκστρατείες και αυτοί από την εκκλησία εκλέγονταν και σε αυτήν λογοδοτούσαν. Ο περίφημος Περικλής ήταν ένας από αυτούς. Την ευθύνη και για τις υπόλοιπες δίκες (ποινικές) την είχε η εκκλησία, επειδή δεν προλάβαινε όμως, όριζε την Ηλιαία, λαϊκό ορκωτό δικαστήριο με διάρκεια ζωής ένα χρόνο.
Η εκκλησία λοιπόν ήταν η κυβέρνηση σε μια πόλη με άμεση δημοκρατία όπως η Αθήνα που όλοι οι πολίτες λάμβαναν μέρος. Άλλες τέτοιες πόλεις ήταν η Αλικαρνασσός, Σάμος, Έφεσος.
Η εκκλησία στις αριστοκρατικές πόλεις, όπως η Σπάρτη, είχε σημαντική πολιτική σημασία καθόσον αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνης, περί σχέσεων της Σπάρτης με άλλες πόλεις και εξέλεγε τους άρχοντες. Όμως διέφερε κατά το ότι ο αριθμός των εκκλησιαζόντων ήταν μικρότερος διότι αυτοί που είχαν πολιτικά δικαιώματα ήταν λιγότεροι.
Απέλλα την έλεγαν, που συνεδρίαζε μία φορά το μήνα με συνέδρους άνω των 30 ετών και τα ψηφίσματά της μπορούσε να τα ακυρώσει η γερουσία ή οι βασιλείς.
Δικαίωμα αγόρευσης είχε μόνο ο βασιλιάς, οι έφοροι και οι γέροντες, όχι όμως οι απλοί πολίτες.
Έκκληση (εκ-καλώ) για να κυβερνηθούνε, κάναν οι αρχαίοι προκειμένου να αποφασίσουν για να δράσουν επί της ζώσας πραγματικότητας.
Έκκληση κάνουνε σήμερα οι Χριστιανοί, προκειμένου να προσευχηθούν για να σώσουν τον εαυτό τους στην άλλη… ζωή.
Οποία απόστασις!!!!!!!
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
Εκκλησία λέμε σήμερα, ακούμε και εννοούμε το επιβλητικό κτίριο στο οποίο συγκεντρώνονται οι χριστιανοί για την κοινή προσευχή τους, ένας τόπος λατρείας με ονοματεπώνυμο. Οι περισσότερο γνώστες τον λένε ναό, αφήνοντας για την λέξη εκκλησία το νόημά της συνάθροισης ανθρώπων για να… προσευχηθούν.
Όμως η λέξη εκκλησία προϋπήρχε του Χριστιανισμού και είχε άλλο νόημα.
Εκκλησία του δήμου λέγανε και εννοούσανε στην πράξη συνέλευση του λαού για να κυβερνηθεί το κράτος, κυρίως στις Ιωνικές πόλεις - κράτη. Απέλλα λέγανε την λαϊκή συνέλευση στις δωρικές πόλεις όπως στη Σπάρτη.
Τα περισσότερα αρχαία κράτη κυβερνήθηκαν από την συνέλευση των πολιτών τους και η συνέλευση, δηλαδή η εκκλησία, ήταν η πηγή όλων των εξουσιών: Της νομοθετικής δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι αυτονόητο πως στην εκκλησία συμμετείχαν όσοι δεν είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν ήταν ίδια, αλλά είχαν εξάρτηση από το πολίτευμα (δημοκρατικό ή ολιγαρχικό) και δεν τα γνωρίζουμε στις λεπτομέρειές τους παρά μόνο στην αρχαία Αθήνα και αυτό χάριν των βιβλίων που διασώθηκαν.
Η πόλη της Αρχαίας Ελλάδας ορίζεται περισσότερο από τους ανθρώπους της και πολύ λιγότερο από το έδαφος της. Οι άνθρωποι κάνουν την πόλη. Είναι μια κοινότητα πολιτών τελείως ανεξάρτητη, κυρίαρχη πάνω από τους πολίτες της, συνδεδεμένη με την λατρεία και κυβερνιέται από τους νόμους. Οι νόμοι ρυθμίζουν την ζωή του πολίτη από την γέννησή του ως τον θάνατό του. Αυτοί οι νόμοι, ορίζονται από τους ίδιους ή τους προγόνους τους. Οι άγραφοι νόμοι έχουν την ίδια δύναμη με τα διατάγματα.
Ναι! Εδώ βρίσκεται η αξία των ελεύθερων ανθρώπων της Ελλάδας σε σχέση με τους βαρβάρους που είναι υπήκοοι του βασιλιά κυρίαρχου, όμως η ελευθερία σταματάει έως εκεί που ορίζει ο νόμος.
«Αν οι Σπαρτιάτες είναι ελεύθεροι δεν είναι ελεύθεροι σε όλα. Έχουν έναν κύριο, τον νόμο, που τον φοβούνται πολύ περισσότερο από ότι οι υπήκοοί σου εσένα» είπε ο Δημάρατος στον Ξέρξη. Το ίδιο και ο Σωκράτης στους μαθητές του. Το επιχείρημα του για να μην δραπετεύσει αφού τον είχαν καταδικάσει να πιεί το δηλητήριο, ήταν: «Η υπακοή στους νόμους, διότι αλλιώς δεν υπάρχει πολιτεία».
Η εκκλησία στην Αρχαία Αθήνα και στις άλλες πόλεις ήταν θεσμός που είχε τις ρίζες του στην Ομηρική Αγορά. Ουσιαστική δύναμη της έδωσε ο Σόλων που χώρισε τους ελεύθερους πολίτες σε δέκα φυλές και έτσι έγινε δυνατή η προσέλευσή τους στην λατρεία του Δία και του Απόλλωνα (δεν μας αρκεί να μην έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, θέλουμε επιπλέον να έχουμε να ελπίζουμε σε κάτι) όρος απαραίτητος για να είναι κάποιος τέλειος πολίτης για να συμμετέχει στην εκκλησία και έκανε την εκκλησία κυρία της πόλης.
Αυτή επέλεγε τους Άρχοντες, ψήφιζε τους νόμους και έπαιρνε αποφάσεις περί πολέμου και ειρήνης. Σ αυτήν απολογούντο και οι άρχοντες και από αυτήν προήλθε το λαϊκό ορκωτό δικαστήριο που αποτελείται από ώριμους στην ηλικία άντρες που εκλέγονται από την εκκλησία και κληρώνονται στην συνέχεια. «Η κλήρωση δείχνει την θέληση των θεών». Ναι στη κλήρωση για το καλύτερο το αποτέλεσμα, στους θεούς γιατί;
Έτσι από την εκκλησία εξαρτιόταν η σωτηρία της πόλης, η ανώτατη άσκηση της δικαιοσύνης και αφού στην συνέχεια συμμετείχαν και οι θήτες (Αθηναίοι ακτήμονες, άνθρωποι του μεροκάματου) τέθηκαν τα θεμέλια της ισοπολιτείας και ισονομίας των Αθηναίων πολιτών. Πολίτες άνω των είκοσι ετών, από πατέρα και μητέρα Αθηναίο.
Αργότερα ο Κλεισθένης έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία και στους ξένους (μέτοικους) και στους δούλους (απελεύθερους), σε όσους ο νόμος προέβλεπε. Μεγάλη τιμή (επίτιμος) να συμμετέχεις στην εκκλησία και γι αυτό το να σου αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα λεγόταν ατιμία (πω, πω σήμερα με αυτή την εφαρμογή, οι συμμετέχοντες δεν θα ξεπερνούσαν τον μονό αριθμό και αυτή από σπόντα). «Απέδωσε τω πλήθει την πολιτείαν» λέει ο Αριστοτέλης.
Η κοινή γνώμη ήταν πολύ αυστηρή για όποιον έδινε την εντύπωση πως αδιαφορούσε για τις υποθέσεις του κράτους. Ο θεσμός να δίνεται μία χρηματική αποζημίωση στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της εκκλησίας (εκκλησιαστικός μισθός) έδινε την δυνατότητα της συμμετοχής στους ακτήμονες του μεροκάματου.
Πώς θα μπορούσαν οι θήτες να είναι παρόντες στις συνεδριάσεις που κρατούσαν σχεδόν όλη την ημέρα και γίνονταν τέσσερες φορές τουλάχιστον το μήνα;
(πρυτανεία) Στις τακτικές συνεδριάσεις να προσθέσουμε και τις έκτακτες (σύγκλητοι) που γίνονταν όταν προκύπταν έκτακτα γεγονότα.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε την καθημερινότητα ενός ευρωπαίου πολίτη του 20ου αιώνα θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε καθόλου για το εκλογικό του δικαίωμα που μπορούσε να ασκήσει που και που. Ο Αθηναίος πολίτης όμως όχι μόνο λάβαινε μέρος στις συνεδριάσεις της εκκλησίας, αλλά μπορούσε να γίνει για ένα χρόνο άρχοντας ή βουλευτής ή ακόμα και δικαστής, δεδομένου πως η εκλογή των παραπάνω γινόταν με κλήρωση στην εκκλησία. Ναι! Η κλήρωση είναι μια επιβεβαίωση της αμεσότητας της λαϊκής κυριαρχίας, σε συνδυασμό με την εναλλαγή ήταν μια δικλείδα ασφαλείας για να μην μετατρέπονται οι κυβερνήτες- διαχειριστές σε αφεντικά. Αλλιώτικα, όπως θα έλεγε και ο Rousseau, η δημοκρατία είτε θα είναι άμεση ή δεν θα είναι δημοκρατία, είτε κυρίαρχος λαός και κυβέρνηση θα ταυτίζονται, είτε ο λαός δεν θα είναι κυρίαρχος.
Βουλευτής κάποιος γινόταν το πολύ δύο φορές στη ζωή του. Οι 50 βουλευτές που εκλέγονταν από την κάθε φυλή προεδρεύανε για μια πρυτανεία (35 ημέρες) και κάθε μέρα πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ένας από αυτούς, ο πρύτανης με κλήρωση.
Στην ημερήσια διάταξη, που είχε ανακοινωθεί τέσσερες ημέρες πριν, γράφονταν τα θέματα της συζήτησης. «Τις αγορεύειν βούλεται»; Η καθιερωμένη φράση του κήρυκα. Ο πολίτης που σηκωνόταν στο βήμα του βάζανε στεφάνι από μυρτιά στο κεφάλι για την ιερότητα της στιγμής, Δικαίωμα αγόρευσης είχαν όλοι οι εκκλησιάζοντες εκτός από αυτούς που δεν εκπλήρωναν τα καθήκοντά τους προς τους γονείς και την πατρίδα, που σπατάλησαν την πατρική περιουσία και που συζούσαν με εταίρες. Με το τέλος της συζήτησης το θέμα ετίθετο σε ψηφοφορία και με χειροτονία (δι’ ανατάσεως των χειρών) λαμβανόταν η απόφαση, που γραφόταν στο Μητρώο (ιερό της μητέρας των θεών) και φυλασσόταν όπου και τα δημόσια γράμματα.
Για σημαντικά θέματα, κυρίως προσωπικά η απόφαση λαμβανόταν με εξοστρακισμό και ήταν μυστική, δηλαδή αν ετίθετο θέμα για κάποιο ξένο να λάβει πολιτικά δικαιώματα ή κάποιον να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα έπρεπε η απόφαση να ληφθεί από 600 πολίτες (πράγμα όχι απαραίτητο για άλλες) και μυστικά.
Η δημοκρατία ήταν πολύ δύσπιστη απέναντι σε εκείνους που τους παραχωρούσε έστω μια μικρή εξουσία. Ο άρχοντας που εκλεγόταν και αυτός με κλήρο ήταν πάντοτε συνάρχοντας και υποβαλλόταν σε δοκιμασία για το ήθος και την και την ικανότητα του. Έπαιρνε όρκο και ήταν δυνατόν να χάσει το αξίωμά του, με μια απόφαση της εκκλησίας ή και να καταδικαστεί σε θάνατο, όπως οι στρατηγοί, οι νικητές των Αργινουσών, διότι δεν περισυνέλλεξαν τους ναυαγούς. Όταν τελείωνε η θητεία του, του ζητούσε τα «εύθυνα», δηλαδή λογαριασμό και ο έλεγχος ήταν αυστηρός. Κάθε πολιτικό που τον υποψιάζονταν για φιλόδοξο, όταν ασκούσε τα καθήκοντά του, τον εξοστράκιζαν.
Ο οστρακισμός είναι θεσμός περισσότερο πολιτικός και λιγότερο δικαστικός. Ο λαός αποφάσιζε να απομακρύνει έναν πολίτη προσωρινά από την πόλη χωρίς κανονική δίκη, χωρίς μομφή, χωρίς καμιά κατηγορία. Η καταδίκη με οστρακισμό έχει προληπτικό χαρακτήρα. Δεν τιμωρεί ένα σφάλμα αλλά σκοπό έχει να το εμποδίσει. Καταπνίγει την πρόθεση πραγματική ή υποθετική για τυραννία ή φιλόδοξη συμπεριφορά ή αυτή που φαινόταν σαν τέτοια. «Δίκην προθέσεως».
Η συνέλευση της οστρακοφορίας ήταν έκτακτη εκκλησία, το πολύ μία φορά το χρόνο και δεν γινόταν στην Πνύκα ή στο θέατρο όπως οι άλλες αλλά στην Αγορά. Κάθε πολίτης έγραφε στο όστρακο (σπασμένο αγγείο) το όνομα αυτού που ήθελε να εξοστρακιστεί και με πάνω από 6.000 τέτοια όστρακα γινόταν ο εξοστρακισμός. Ο εξοστρακισμένος απομακρυνόταν από την πόλη για 10 χρόνια χωρίς να του κατασχεθεί η περιουσία (αυτό γινόταν στον εξόριστο).
Οι δέκα στρατηγοί -ένας από κάθε φυλή- που είχαν την ευθύνη της εθνικής άμυνας και ήταν αρχηγοί του στρατού και του στόλου στις εκστρατείες και αυτοί από την εκκλησία εκλέγονταν και σε αυτήν λογοδοτούσαν. Ο περίφημος Περικλής ήταν ένας από αυτούς. Την ευθύνη και για τις υπόλοιπες δίκες (ποινικές) την είχε η εκκλησία, επειδή δεν προλάβαινε όμως, όριζε την Ηλιαία, λαϊκό ορκωτό δικαστήριο με διάρκεια ζωής ένα χρόνο.
Η εκκλησία λοιπόν ήταν η κυβέρνηση σε μια πόλη με άμεση δημοκρατία όπως η Αθήνα που όλοι οι πολίτες λάμβαναν μέρος. Άλλες τέτοιες πόλεις ήταν η Αλικαρνασσός, Σάμος, Έφεσος.
Η εκκλησία στις αριστοκρατικές πόλεις, όπως η Σπάρτη, είχε σημαντική πολιτική σημασία καθόσον αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνης, περί σχέσεων της Σπάρτης με άλλες πόλεις και εξέλεγε τους άρχοντες. Όμως διέφερε κατά το ότι ο αριθμός των εκκλησιαζόντων ήταν μικρότερος διότι αυτοί που είχαν πολιτικά δικαιώματα ήταν λιγότεροι.
Απέλλα την έλεγαν, που συνεδρίαζε μία φορά το μήνα με συνέδρους άνω των 30 ετών και τα ψηφίσματά της μπορούσε να τα ακυρώσει η γερουσία ή οι βασιλείς.
Δικαίωμα αγόρευσης είχε μόνο ο βασιλιάς, οι έφοροι και οι γέροντες, όχι όμως οι απλοί πολίτες.
Έκκληση (εκ-καλώ) για να κυβερνηθούνε, κάναν οι αρχαίοι προκειμένου να αποφασίσουν για να δράσουν επί της ζώσας πραγματικότητας.
Έκκληση κάνουνε σήμερα οι Χριστιανοί, προκειμένου να προσευχηθούν για να σώσουν τον εαυτό τους στην άλλη… ζωή.
Οποία απόστασις!!!!!!!
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
![](/cms/photos/3234381371.jpg)
![](/cms/photos/8969364268.jpg)
![](/cms/photos/2665116918.jpg)
![](/cms/photos/4202634273.jpg)