Να ’σαν τα νιάτα δυο φορές
Μοιράσου το άρθρο:
25-09-2024
Γράφει ο Βασίλης Βλαχάκος
Ο άνθρωπος όταν είναι παιδί θέλει γρήγορα να μεγαλώσει, έφηβος κάνει τον ήρωα και θέλει να τα κάνει όλα, όταν ωριμάσει γίνεται ημίθεος για να τα βγάλει πέρα
και όταν γεράσει, τότε, νιώθει ότι είναι θνητός.
Συνεύρεση - συνεστίαση Συμμαθητών του 8ταξίου Γυμνασίου Σπάρτης (Σχολικά έτη: 1956-1962)
Μετά από 62 χρόνια (80 ηλικιακά), συμμαθητές από το 1956-1962, στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης και μία συμμαθήτρια από το πρακτικό τμήμα, (συνολικά 27), με πρόσκληση του φίλου και συμμαθητή Γιάννη Γιάννε, ήρθαμε από κοντά και μακριά και σμίξαμε σε μια ταβέρνα.
Αγνώριστοι, με άλλα χαρακτηριστικά, ένα αδύνατος, άλλος χοντρός, με γκρίζα και άσπρα μαλλιά, φαλάκρες και γυαλιά, τίποτα δεν θύμιζε από τα παλιά.
Με χειραψίες συστάσεις και αγκαλιές, καθίσαμε να φάμε, να πιούμε και να τα πούμε. Αν και το δείπνο πλούσιο και το κρασί καλό, φάγαμε διαιτητικά, ήπιαμε συντηρητικά (κοινωνήσαμε σαν χριστιανοί), θυμηθήκαμε, όμως και είπαμε πολλά από τα παλιά, συγκινηθήκαμε και γίναμε ξανά παιδιά.
Κάποια στιγμή, μετά από το καλωσόρισμα του Γιάννε, πήρα τον λόγο και περιέγραψα έμμετρα μέσα στο «σήμερα» το «χτες»:
Απόψε στης μνήμης την οθόνη προβάλλεται ένα παλιό ντοκιμαντέρ «μία η ζωή και δύο οι κόσμοι», ηττημένοι μαζί με νικητές σε δύο ρόλους με κοντό και μακρύ το παντελόνι παίζαμε συχνά τους κασκαντέρ, πότε κλέφτες και αστυνόμοι κι άλλοτε πρωταγωνιστές ή θεατές.
Στο τρένο της ζωής μας ταξιδιώτες με ογδόντα βαγόνια στο συρμό, με τη μάσκα των χρόνων προσωπείο (αγνώριστοι σε μεγάλο βαθμό) με χειραψίες και συστάσεις, με σκέψεις που δεν έχουνε ειρμό, με εξήντα δύο χρόνια το φορτίο είμαστε στου Γυμνάσιου Αρρένων τον σταθμό.
Όπως του χρόνου το ρολόι γύρισε τους δείκτες στα παλιά, της μνήμης χτύπησε το ξυπνητήρι, ξύπνησαν λύπες και χαρές, αμέτρητες αναμνήσεις σε κομβόι με τη ζωή ζαλιά, μας έκανε η νοσταλγία το χατίρι να ζήσουμε τα νιάτα δυο φορές.
Όσο κι αν ήταν πέτρινα τα χρόνια, κάναμε πέτρα την καρδιά, «θέλω» δεν ξέραμε να πούμε, ούτε όμως και «δεν μπορώ». Ή από λύπηση, ή από συμπόνια ήμασταν τρυφερά σαν τα κλαδιά.
Αν και πεινασμένα στο σχολείο, βλέπαμε τα γράμματα σαν φαγητό, όποιου δεν του άρεσε να φάει, του άνοιγε η όρεξη από νωρίς να πάει ʺεκδρομήʺ χωρίς βιβλίο, σκασιαρχείο το γνωστό, όσο το μάθημα κρατάει ή ακόμη και ολημερίς.
Με όπλο τον κατάλογο στο χέρι οι καθηγητές σε σκοποβολή όταν πατούσαν τη σκανδάλη όποιος άκουγε τ’ όνομά του, συγκοπή.
Είχε η αγωγή για αλάτι και πιπέρι τις δέκα εντολές αποστολή, τον φόβο και σεβασμό σκυτάλη, τον βαθμό και διαγωγή για προκοπή.
Με μακρά φωνήεντα και βραχέα, με πνεύματα, δασείες και ψιλές, με περισπωμένες και οξείες, η γλώσσα μας πλούσια με θαυμαστικά!
«το άλφα και το ωμέγα» τα αρχαία, με δύο λέξεις κι όχι με πολλές με το «μη!» και «δεν πρέπει», ταραξίες δεν έχουμε προβλήματα ψυχολογικά.
Ως τις επτά η κυκλοφορία, στην περίπολο οι καθηγητές μη μπούμε στα ποδοσφαιράκια, μην και πάμε σε κάποιο σινεμά λέτε και είχαμε δικτατορία, σαν αντιστασιακούς και σαν ληστές μας κυνηγούσαν στα σοκάκια μην και τα κάνουμε όλα αχταρμά.
Πότε με κλάματα, άλλοτε με γέλια, δεν ξέραμε πιο είναι το πολύ, μακριά από πατέρα κι από μάνα κάποια έπεφταν για ύπνο νηστικά.
Έβλεπαν φούρνους με καρβέλια, έπαιζε το στομάχι τους βιολί, και χόρευαν όταν έπαιρναν το «μάνα», φαγητά με το κοφίνι σπιτικά.
Με το παιχνίδι ξεχνούσαμε την πείνα, με το αντίδωρο χόρταινε η κοιλιά, τρέχαμε στα μνημόσυνα για στάρι, κι όμως, δε βγήκαμε ποτέ για ζητιανιά.
Κάποια δεν μπαίναν στην καντίνα στέκονταν μακριά χωρίς μιλιά,η φτώχεια δεν τους έκανε τη χάρη, τους είχε περάσει στο λαιμό θηλειά.
Σαν Σπαρτιατόπουλα αρχαία, με πειθαρχία, τάξη και ποινές, σε δυο στρατόπεδα τα φύλα (των Θηλέων στην απέναντι μεριά), όλα τα διαλλείματα με θέα, οι ματιές ακτινοβόλες και κοινές, τα κάγκελα που πιάναμε τα κύλα, ποτέ δεν έπιασαν σκουριά.
Το πηλήκιο με κουκουβάγια, με αριθμό και ΓΑ Σ τα αρχικά, με την ψιλή κουρεμένο το κεφάλι, οι μαθήτριες με κορδέλα θαλασσιά, με εμφάνιση ομοιόμορφη και πάγια με μπλε ποδιά κι άσπρο το γιακά, η μια καλύτερη από την άλλη σαν είχαν πλεξίδες τα μαλλιά.
Φίλες και φίλοι με όλα αυτά, για όσα περάσαμε στο χτες, ας τσουγκρίσουμε όλοι τα ποτήρια και να μας μείνει τούτη η βραδιά, χαρούμενη στον νου και στην καρδιά μας και με υγεία όλοι ως τα εκατό, να σμίγουμε και να τα λέμε, χαρούμενοι όλες τις φορές.
Θερμά συγχαρητήρια στον Γιάννε που εμπνεύστηκε την όμορφη βραδιά, όπως και μες απ’ την καρδιά μας, ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
και όταν γεράσει, τότε, νιώθει ότι είναι θνητός.
Συνεύρεση - συνεστίαση Συμμαθητών του 8ταξίου Γυμνασίου Σπάρτης (Σχολικά έτη: 1956-1962)
Μετά από 62 χρόνια (80 ηλικιακά), συμμαθητές από το 1956-1962, στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης και μία συμμαθήτρια από το πρακτικό τμήμα, (συνολικά 27), με πρόσκληση του φίλου και συμμαθητή Γιάννη Γιάννε, ήρθαμε από κοντά και μακριά και σμίξαμε σε μια ταβέρνα.
Αγνώριστοι, με άλλα χαρακτηριστικά, ένα αδύνατος, άλλος χοντρός, με γκρίζα και άσπρα μαλλιά, φαλάκρες και γυαλιά, τίποτα δεν θύμιζε από τα παλιά.
Με χειραψίες συστάσεις και αγκαλιές, καθίσαμε να φάμε, να πιούμε και να τα πούμε. Αν και το δείπνο πλούσιο και το κρασί καλό, φάγαμε διαιτητικά, ήπιαμε συντηρητικά (κοινωνήσαμε σαν χριστιανοί), θυμηθήκαμε, όμως και είπαμε πολλά από τα παλιά, συγκινηθήκαμε και γίναμε ξανά παιδιά.
Κάποια στιγμή, μετά από το καλωσόρισμα του Γιάννε, πήρα τον λόγο και περιέγραψα έμμετρα μέσα στο «σήμερα» το «χτες»:
Απόψε στης μνήμης την οθόνη προβάλλεται ένα παλιό ντοκιμαντέρ «μία η ζωή και δύο οι κόσμοι», ηττημένοι μαζί με νικητές σε δύο ρόλους με κοντό και μακρύ το παντελόνι παίζαμε συχνά τους κασκαντέρ, πότε κλέφτες και αστυνόμοι κι άλλοτε πρωταγωνιστές ή θεατές.
Στο τρένο της ζωής μας ταξιδιώτες με ογδόντα βαγόνια στο συρμό, με τη μάσκα των χρόνων προσωπείο (αγνώριστοι σε μεγάλο βαθμό) με χειραψίες και συστάσεις, με σκέψεις που δεν έχουνε ειρμό, με εξήντα δύο χρόνια το φορτίο είμαστε στου Γυμνάσιου Αρρένων τον σταθμό.
Όπως του χρόνου το ρολόι γύρισε τους δείκτες στα παλιά, της μνήμης χτύπησε το ξυπνητήρι, ξύπνησαν λύπες και χαρές, αμέτρητες αναμνήσεις σε κομβόι με τη ζωή ζαλιά, μας έκανε η νοσταλγία το χατίρι να ζήσουμε τα νιάτα δυο φορές.
Όσο κι αν ήταν πέτρινα τα χρόνια, κάναμε πέτρα την καρδιά, «θέλω» δεν ξέραμε να πούμε, ούτε όμως και «δεν μπορώ». Ή από λύπηση, ή από συμπόνια ήμασταν τρυφερά σαν τα κλαδιά.
Αν και πεινασμένα στο σχολείο, βλέπαμε τα γράμματα σαν φαγητό, όποιου δεν του άρεσε να φάει, του άνοιγε η όρεξη από νωρίς να πάει ʺεκδρομήʺ χωρίς βιβλίο, σκασιαρχείο το γνωστό, όσο το μάθημα κρατάει ή ακόμη και ολημερίς.
Με όπλο τον κατάλογο στο χέρι οι καθηγητές σε σκοποβολή όταν πατούσαν τη σκανδάλη όποιος άκουγε τ’ όνομά του, συγκοπή.
Είχε η αγωγή για αλάτι και πιπέρι τις δέκα εντολές αποστολή, τον φόβο και σεβασμό σκυτάλη, τον βαθμό και διαγωγή για προκοπή.
Με μακρά φωνήεντα και βραχέα, με πνεύματα, δασείες και ψιλές, με περισπωμένες και οξείες, η γλώσσα μας πλούσια με θαυμαστικά!
«το άλφα και το ωμέγα» τα αρχαία, με δύο λέξεις κι όχι με πολλές με το «μη!» και «δεν πρέπει», ταραξίες δεν έχουμε προβλήματα ψυχολογικά.
Ως τις επτά η κυκλοφορία, στην περίπολο οι καθηγητές μη μπούμε στα ποδοσφαιράκια, μην και πάμε σε κάποιο σινεμά λέτε και είχαμε δικτατορία, σαν αντιστασιακούς και σαν ληστές μας κυνηγούσαν στα σοκάκια μην και τα κάνουμε όλα αχταρμά.
Πότε με κλάματα, άλλοτε με γέλια, δεν ξέραμε πιο είναι το πολύ, μακριά από πατέρα κι από μάνα κάποια έπεφταν για ύπνο νηστικά.
Έβλεπαν φούρνους με καρβέλια, έπαιζε το στομάχι τους βιολί, και χόρευαν όταν έπαιρναν το «μάνα», φαγητά με το κοφίνι σπιτικά.
Με το παιχνίδι ξεχνούσαμε την πείνα, με το αντίδωρο χόρταινε η κοιλιά, τρέχαμε στα μνημόσυνα για στάρι, κι όμως, δε βγήκαμε ποτέ για ζητιανιά.
Κάποια δεν μπαίναν στην καντίνα στέκονταν μακριά χωρίς μιλιά,η φτώχεια δεν τους έκανε τη χάρη, τους είχε περάσει στο λαιμό θηλειά.
Σαν Σπαρτιατόπουλα αρχαία, με πειθαρχία, τάξη και ποινές, σε δυο στρατόπεδα τα φύλα (των Θηλέων στην απέναντι μεριά), όλα τα διαλλείματα με θέα, οι ματιές ακτινοβόλες και κοινές, τα κάγκελα που πιάναμε τα κύλα, ποτέ δεν έπιασαν σκουριά.
Το πηλήκιο με κουκουβάγια, με αριθμό και ΓΑ Σ τα αρχικά, με την ψιλή κουρεμένο το κεφάλι, οι μαθήτριες με κορδέλα θαλασσιά, με εμφάνιση ομοιόμορφη και πάγια με μπλε ποδιά κι άσπρο το γιακά, η μια καλύτερη από την άλλη σαν είχαν πλεξίδες τα μαλλιά.
Φίλες και φίλοι με όλα αυτά, για όσα περάσαμε στο χτες, ας τσουγκρίσουμε όλοι τα ποτήρια και να μας μείνει τούτη η βραδιά, χαρούμενη στον νου και στην καρδιά μας και με υγεία όλοι ως τα εκατό, να σμίγουμε και να τα λέμε, χαρούμενοι όλες τις φορές.
Θερμά συγχαρητήρια στον Γιάννε που εμπνεύστηκε την όμορφη βραδιά, όπως και μες απ’ την καρδιά μας, ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Ο άνθρωπος όταν είναι παιδί θέλει γρήγορα να μεγαλώσει, έφηβος κάνει τον ήρωα και θέλει να τα κάνει όλα, όταν ωριμάσει γίνεται ημίθεος για να τα βγάλει πέρα
και όταν γεράσει, τότε, νιώθει ότι είναι θνητός.
Συνεύρεση - συνεστίαση Συμμαθητών του 8ταξίου Γυμνασίου Σπάρτης (Σχολικά έτη: 1956-1962)
Μετά από 62 χρόνια (80 ηλικιακά), συμμαθητές από το 1956-1962, στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης και μία συμμαθήτρια από το πρακτικό τμήμα, (συνολικά 27), με πρόσκληση του φίλου και συμμαθητή Γιάννη Γιάννε, ήρθαμε από κοντά και μακριά και σμίξαμε σε μια ταβέρνα.
Αγνώριστοι, με άλλα χαρακτηριστικά, ένα αδύνατος, άλλος χοντρός, με γκρίζα και άσπρα μαλλιά, φαλάκρες και γυαλιά, τίποτα δεν θύμιζε από τα παλιά.
Με χειραψίες συστάσεις και αγκαλιές, καθίσαμε να φάμε, να πιούμε και να τα πούμε. Αν και το δείπνο πλούσιο και το κρασί καλό, φάγαμε διαιτητικά, ήπιαμε συντηρητικά (κοινωνήσαμε σαν χριστιανοί), θυμηθήκαμε, όμως και είπαμε πολλά από τα παλιά, συγκινηθήκαμε και γίναμε ξανά παιδιά.
Κάποια στιγμή, μετά από το καλωσόρισμα του Γιάννε, πήρα τον λόγο και περιέγραψα έμμετρα μέσα στο «σήμερα» το «χτες»:
Απόψε στης μνήμης την οθόνη προβάλλεται ένα παλιό ντοκιμαντέρ «μία η ζωή και δύο οι κόσμοι», ηττημένοι μαζί με νικητές σε δύο ρόλους με κοντό και μακρύ το παντελόνι παίζαμε συχνά τους κασκαντέρ, πότε κλέφτες και αστυνόμοι κι άλλοτε πρωταγωνιστές ή θεατές.
Στο τρένο της ζωής μας ταξιδιώτες με ογδόντα βαγόνια στο συρμό, με τη μάσκα των χρόνων προσωπείο (αγνώριστοι σε μεγάλο βαθμό) με χειραψίες και συστάσεις, με σκέψεις που δεν έχουνε ειρμό, με εξήντα δύο χρόνια το φορτίο είμαστε στου Γυμνάσιου Αρρένων τον σταθμό.
Όπως του χρόνου το ρολόι γύρισε τους δείκτες στα παλιά, της μνήμης χτύπησε το ξυπνητήρι, ξύπνησαν λύπες και χαρές, αμέτρητες αναμνήσεις σε κομβόι με τη ζωή ζαλιά, μας έκανε η νοσταλγία το χατίρι να ζήσουμε τα νιάτα δυο φορές.
Όσο κι αν ήταν πέτρινα τα χρόνια, κάναμε πέτρα την καρδιά, «θέλω» δεν ξέραμε να πούμε, ούτε όμως και «δεν μπορώ». Ή από λύπηση, ή από συμπόνια ήμασταν τρυφερά σαν τα κλαδιά.
Αν και πεινασμένα στο σχολείο, βλέπαμε τα γράμματα σαν φαγητό, όποιου δεν του άρεσε να φάει, του άνοιγε η όρεξη από νωρίς να πάει ʺεκδρομήʺ χωρίς βιβλίο, σκασιαρχείο το γνωστό, όσο το μάθημα κρατάει ή ακόμη και ολημερίς.
Με όπλο τον κατάλογο στο χέρι οι καθηγητές σε σκοποβολή όταν πατούσαν τη σκανδάλη όποιος άκουγε τ’ όνομά του, συγκοπή.
Είχε η αγωγή για αλάτι και πιπέρι τις δέκα εντολές αποστολή, τον φόβο και σεβασμό σκυτάλη, τον βαθμό και διαγωγή για προκοπή.
Με μακρά φωνήεντα και βραχέα, με πνεύματα, δασείες και ψιλές, με περισπωμένες και οξείες, η γλώσσα μας πλούσια με θαυμαστικά!
«το άλφα και το ωμέγα» τα αρχαία, με δύο λέξεις κι όχι με πολλές με το «μη!» και «δεν πρέπει», ταραξίες δεν έχουμε προβλήματα ψυχολογικά.
Ως τις επτά η κυκλοφορία, στην περίπολο οι καθηγητές μη μπούμε στα ποδοσφαιράκια, μην και πάμε σε κάποιο σινεμά λέτε και είχαμε δικτατορία, σαν αντιστασιακούς και σαν ληστές μας κυνηγούσαν στα σοκάκια μην και τα κάνουμε όλα αχταρμά.
Πότε με κλάματα, άλλοτε με γέλια, δεν ξέραμε πιο είναι το πολύ, μακριά από πατέρα κι από μάνα κάποια έπεφταν για ύπνο νηστικά.
Έβλεπαν φούρνους με καρβέλια, έπαιζε το στομάχι τους βιολί, και χόρευαν όταν έπαιρναν το «μάνα», φαγητά με το κοφίνι σπιτικά.
Με το παιχνίδι ξεχνούσαμε την πείνα, με το αντίδωρο χόρταινε η κοιλιά, τρέχαμε στα μνημόσυνα για στάρι, κι όμως, δε βγήκαμε ποτέ για ζητιανιά.
Κάποια δεν μπαίναν στην καντίνα στέκονταν μακριά χωρίς μιλιά,η φτώχεια δεν τους έκανε τη χάρη, τους είχε περάσει στο λαιμό θηλειά.
Σαν Σπαρτιατόπουλα αρχαία, με πειθαρχία, τάξη και ποινές, σε δυο στρατόπεδα τα φύλα (των Θηλέων στην απέναντι μεριά), όλα τα διαλλείματα με θέα, οι ματιές ακτινοβόλες και κοινές, τα κάγκελα που πιάναμε τα κύλα, ποτέ δεν έπιασαν σκουριά.
Το πηλήκιο με κουκουβάγια, με αριθμό και ΓΑ Σ τα αρχικά, με την ψιλή κουρεμένο το κεφάλι, οι μαθήτριες με κορδέλα θαλασσιά, με εμφάνιση ομοιόμορφη και πάγια με μπλε ποδιά κι άσπρο το γιακά, η μια καλύτερη από την άλλη σαν είχαν πλεξίδες τα μαλλιά.
Φίλες και φίλοι με όλα αυτά, για όσα περάσαμε στο χτες, ας τσουγκρίσουμε όλοι τα ποτήρια και να μας μείνει τούτη η βραδιά, χαρούμενη στον νου και στην καρδιά μας και με υγεία όλοι ως τα εκατό, να σμίγουμε και να τα λέμε, χαρούμενοι όλες τις φορές.
Θερμά συγχαρητήρια στον Γιάννε που εμπνεύστηκε την όμορφη βραδιά, όπως και μες απ’ την καρδιά μας, ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
και όταν γεράσει, τότε, νιώθει ότι είναι θνητός.
Συνεύρεση - συνεστίαση Συμμαθητών του 8ταξίου Γυμνασίου Σπάρτης (Σχολικά έτη: 1956-1962)
Μετά από 62 χρόνια (80 ηλικιακά), συμμαθητές από το 1956-1962, στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης και μία συμμαθήτρια από το πρακτικό τμήμα, (συνολικά 27), με πρόσκληση του φίλου και συμμαθητή Γιάννη Γιάννε, ήρθαμε από κοντά και μακριά και σμίξαμε σε μια ταβέρνα.
Αγνώριστοι, με άλλα χαρακτηριστικά, ένα αδύνατος, άλλος χοντρός, με γκρίζα και άσπρα μαλλιά, φαλάκρες και γυαλιά, τίποτα δεν θύμιζε από τα παλιά.
Με χειραψίες συστάσεις και αγκαλιές, καθίσαμε να φάμε, να πιούμε και να τα πούμε. Αν και το δείπνο πλούσιο και το κρασί καλό, φάγαμε διαιτητικά, ήπιαμε συντηρητικά (κοινωνήσαμε σαν χριστιανοί), θυμηθήκαμε, όμως και είπαμε πολλά από τα παλιά, συγκινηθήκαμε και γίναμε ξανά παιδιά.
Κάποια στιγμή, μετά από το καλωσόρισμα του Γιάννε, πήρα τον λόγο και περιέγραψα έμμετρα μέσα στο «σήμερα» το «χτες»:
Απόψε στης μνήμης την οθόνη προβάλλεται ένα παλιό ντοκιμαντέρ «μία η ζωή και δύο οι κόσμοι», ηττημένοι μαζί με νικητές σε δύο ρόλους με κοντό και μακρύ το παντελόνι παίζαμε συχνά τους κασκαντέρ, πότε κλέφτες και αστυνόμοι κι άλλοτε πρωταγωνιστές ή θεατές.
Στο τρένο της ζωής μας ταξιδιώτες με ογδόντα βαγόνια στο συρμό, με τη μάσκα των χρόνων προσωπείο (αγνώριστοι σε μεγάλο βαθμό) με χειραψίες και συστάσεις, με σκέψεις που δεν έχουνε ειρμό, με εξήντα δύο χρόνια το φορτίο είμαστε στου Γυμνάσιου Αρρένων τον σταθμό.
Όπως του χρόνου το ρολόι γύρισε τους δείκτες στα παλιά, της μνήμης χτύπησε το ξυπνητήρι, ξύπνησαν λύπες και χαρές, αμέτρητες αναμνήσεις σε κομβόι με τη ζωή ζαλιά, μας έκανε η νοσταλγία το χατίρι να ζήσουμε τα νιάτα δυο φορές.
Όσο κι αν ήταν πέτρινα τα χρόνια, κάναμε πέτρα την καρδιά, «θέλω» δεν ξέραμε να πούμε, ούτε όμως και «δεν μπορώ». Ή από λύπηση, ή από συμπόνια ήμασταν τρυφερά σαν τα κλαδιά.
Αν και πεινασμένα στο σχολείο, βλέπαμε τα γράμματα σαν φαγητό, όποιου δεν του άρεσε να φάει, του άνοιγε η όρεξη από νωρίς να πάει ʺεκδρομήʺ χωρίς βιβλίο, σκασιαρχείο το γνωστό, όσο το μάθημα κρατάει ή ακόμη και ολημερίς.
Με όπλο τον κατάλογο στο χέρι οι καθηγητές σε σκοποβολή όταν πατούσαν τη σκανδάλη όποιος άκουγε τ’ όνομά του, συγκοπή.
Είχε η αγωγή για αλάτι και πιπέρι τις δέκα εντολές αποστολή, τον φόβο και σεβασμό σκυτάλη, τον βαθμό και διαγωγή για προκοπή.
Με μακρά φωνήεντα και βραχέα, με πνεύματα, δασείες και ψιλές, με περισπωμένες και οξείες, η γλώσσα μας πλούσια με θαυμαστικά!
«το άλφα και το ωμέγα» τα αρχαία, με δύο λέξεις κι όχι με πολλές με το «μη!» και «δεν πρέπει», ταραξίες δεν έχουμε προβλήματα ψυχολογικά.
Ως τις επτά η κυκλοφορία, στην περίπολο οι καθηγητές μη μπούμε στα ποδοσφαιράκια, μην και πάμε σε κάποιο σινεμά λέτε και είχαμε δικτατορία, σαν αντιστασιακούς και σαν ληστές μας κυνηγούσαν στα σοκάκια μην και τα κάνουμε όλα αχταρμά.
Πότε με κλάματα, άλλοτε με γέλια, δεν ξέραμε πιο είναι το πολύ, μακριά από πατέρα κι από μάνα κάποια έπεφταν για ύπνο νηστικά.
Έβλεπαν φούρνους με καρβέλια, έπαιζε το στομάχι τους βιολί, και χόρευαν όταν έπαιρναν το «μάνα», φαγητά με το κοφίνι σπιτικά.
Με το παιχνίδι ξεχνούσαμε την πείνα, με το αντίδωρο χόρταινε η κοιλιά, τρέχαμε στα μνημόσυνα για στάρι, κι όμως, δε βγήκαμε ποτέ για ζητιανιά.
Κάποια δεν μπαίναν στην καντίνα στέκονταν μακριά χωρίς μιλιά,η φτώχεια δεν τους έκανε τη χάρη, τους είχε περάσει στο λαιμό θηλειά.
Σαν Σπαρτιατόπουλα αρχαία, με πειθαρχία, τάξη και ποινές, σε δυο στρατόπεδα τα φύλα (των Θηλέων στην απέναντι μεριά), όλα τα διαλλείματα με θέα, οι ματιές ακτινοβόλες και κοινές, τα κάγκελα που πιάναμε τα κύλα, ποτέ δεν έπιασαν σκουριά.
Το πηλήκιο με κουκουβάγια, με αριθμό και ΓΑ Σ τα αρχικά, με την ψιλή κουρεμένο το κεφάλι, οι μαθήτριες με κορδέλα θαλασσιά, με εμφάνιση ομοιόμορφη και πάγια με μπλε ποδιά κι άσπρο το γιακά, η μια καλύτερη από την άλλη σαν είχαν πλεξίδες τα μαλλιά.
Φίλες και φίλοι με όλα αυτά, για όσα περάσαμε στο χτες, ας τσουγκρίσουμε όλοι τα ποτήρια και να μας μείνει τούτη η βραδιά, χαρούμενη στον νου και στην καρδιά μας και με υγεία όλοι ως τα εκατό, να σμίγουμε και να τα λέμε, χαρούμενοι όλες τις φορές.
Θερμά συγχαρητήρια στον Γιάννε που εμπνεύστηκε την όμορφη βραδιά, όπως και μες απ’ την καρδιά μας, ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!