Δημήτρης Καμίτσης: Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο
Μοιράσου το άρθρο:
16-09-2024
Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος
Έζησε κάποτε στη Σπάρτη ένας άνθρωπος απλός, άνθρωπος καθημερινός της βιοπάλης, που έμεινε στη μνήμη των Σπαρτιατών ως: «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο».
Ο Δημήτρης Καμίτσης του Παναγιώτη, ο μπαρμπα-Μήτσος ή Μητσάρας όπως τον φώναζαν τα μαστόρια της οικοδομής όπου δούλευε ως μπογιατζής, γεννήθηκε το 1926 στην Ποταμιά Λακωνίας. Ήταν το πρώτο παιδί μεταξύ 9 αδελφών, μια φτωχής αγροτικής οικογένειας, που συμπλήρωνε το ισχνό της εισόδημα λειτουργώντας και μια ταπεινή μπακαλοταβέρνα στο χωριό.
Ο Δημήτρης Καμίτσης έζησε στην Ποταμιά μέχρι τα 18 χρόνια του δουλεύοντας σκληρά και φιλότιμα στα χωράφια και στην μπακαλοταβέρνα, στηρίζοντας τους γονείς και τ’ αδέρφια του, τότε που η ελληνική οικογένεια ήταν, ακόμα, μια σφιγμένη γροθιά, «Όλοι για έναν κι ένας για όλους».
Αυτά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, που τα χαρακτήρισε η μαζική προσφυγιά από την Μ. Ασία, οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, η βαθιά φτώχεια και η δυστυχία των λαϊκών τάξεων, η ανεργία και η ανασφάλεια για το «αύριο» και ο ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας που παρέμενε αναλλοίωτος, έκαναν το νεαρό, τότε, Δημήτρη Καμίτση να προβληματίζεται γόνιμα. Αυτός ο βαθύς προβληματισμός που έβαζε μπροστά του η ίδια η ζωή τον έστρεψε πολιτικά προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ήταν μια θαρραλέα και τίμια απόφαση ζωής του Δ. Καμίτση, σε εποχές που ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη κρατική επιλογή, με απηνείς διώξεις των κομμουνιστών, που έφταναν ακόμα και σε δολοφονίες.
Ο νεαρός Δ. Καμίτσης από την Ποταμιά της Σπάρτης έζησε τη σκληρότητα της μεταξικής δικτατορίας και όταν η Ελλάδα, μετά το Έπος του ’40, βίωσε τη μαύρη Κατοχή, δεν δίστασε, από την πρώτη στιγμή, ν’ ακούσει το κάλεσμα της σκλάβας Πατρίδας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και να ενταχθεί στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της Αντίστασης, για εθνική απελευθέρωση, εξόντωση του φασισμού, αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και υπεράσπιση της ειρήνης αλλά και των οικονομικών, πολιτικών, εκπολιτιστικών και μορφωτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς.
Μετά το 1944, ο Δημ. Καμίτσης, όπως και όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δεν πρόλαβε να χαρεί τη Λευτεριά και να δει τη δικαίωση των Αγώνων. Τα ξένα αφεντικά επενέβησαν στην Ελλάδα με τον στρατό τους, ως νέοι κατακτητές, επιβάλλοντας μια δεύτερη κατοχή με σκοπό το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη συγκρότηση εξουσίας του κεφαλαίου.
Ήταν, τότε, που ο Δημήτρης Καμίτσης, βλέποντας τη ζωή του να απειλείται αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να πάει στην Αθήνα. Εκεί δούλεψε ως μπογιατζής κοντά σε έναν θείο του και οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, ξαναγύρισε στην πατρογονική γη και έζησε τη νέα εποχή της κρατικής τρομοκρατίας και των διώξεων κατά των κομμουνιστών, πασχίζοντας να ξαναδέσει το σπασμένο νήμα της ζωής του.
Στα 1952, ο Δημήτρης Καμίτσης, όπως και όλος ο δημοκρατικός λαός, συγκλονίστηκε από τη σύλληψη, τη φυλάκιση, τη δίκη και (εν τέλει) την εκτέλεση (30 Μαρτίου του 1952) του μέλους της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη και των συναγωνιστών του.
Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», γιατί, κατά τη διάρκεια της δίκης του, κρατούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο, με την εικόνα αυτή να κάνει τον γύρο του κόσμου και να εμπνέει ζωγράφους και ποιητές.
(…) Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.(…)
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, με μάτια θολά από τα δάκρυα, ο Δημήτρης Καμίτσης, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Ν. Μπελογιάννη και κοιτούσε τη φωτογραφία του εκεί που χαμογελαστός, με το γαρύφαλλο στο χέρι, μέσα στο στρατοδικείο, έδινε το καλύτερο μήνυμα προς τους συντρόφους του για συνέχιση του αγώνα. Έκλαιγε για τον άδικο χαμό του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ο Δ. Καμίτσης, αλλά, ταυτόχρονα, ένιωθε τις ρίζες των «πιστεύω» και των «αγώνων» να γίνονται πιο βαθιές μέσα στην ψυχή του. Και ήταν τότε, που ένα απόγευμα, όταν έφευγε απ’ το σπίτι του, άπλωσε το χέρι, έκοψε από τη γλάστρα ένα κόκκινο γαρύφαλλο και το ’βαλε στο πέτο του.
Από τη μέρα εκείνη του 1952, μέχρι τον θάνατό του, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά κι έβγαινε απ’ το σπίτι του στη Σπάρτη, είχε στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, πάντα κομμένο από μια γλάστρα, για να μοσχομυρίζει, σαν θυμίαμα στη μνήμη του Μπελογιάννη και όλων των Αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας αλλά και για μια άλλη κοινωνία, καλύτερη και πιο δίκαιη. Ήταν, συγχρόνως, αυτό το κόκκινο γαρύφαλλο (χωρίς να προκαλεί κανέναν), μια προσωπική δήλωση σταθερότητας και επιμονής στις ιδέες, στο χρέος και στην αγωνιστική παράδοση του Δ. Καμίτση, μια διακήρυξη συνειδητοποίησης της ανισότητας της κοινωνίας και της πεποίθησης ότι το ιδανικό ενός καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου μπορεί να γίνει πραγματικότητα και ότι αυτό ήταν μια απόφαση ζωής μέχρι το τέλος της.
Έτσι όμορφα και απλά, ο Δημήτρης Καμίτσης χαράχτηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη της Σπάρτης ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο»
Ένα χρόνο αργότερα, στα 1953, ο Δημήτρης Καμίτσης παντρεύτηκε με την Ευτυχία Μανωλάκου από το Ξηροκάμπι, έκαναν 3 παιδιά: τον Σταύρο, τον Παναγιώτη και τη Μαρίνα κι έζησαν μονοιασμένοι και αγαπημένοι στο χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι τους με τα κεραμίδια, που έχτισαν στο Ν. Κόσμο της Σπάρτης στα 1956.
Ο Δημήτρης Καμίτσης, ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» της Σπάρτης, παρέμεινε πάντοτε σταθερός και ακλόνητος στο μετερίζι της ζωής, εκεί που οι άνθρωποι του λαού, με τα τίμια χέρια τους, με τον ιδρώτα (και πολλές φορές με το αίμα τους) παλεύουν καθημερινά για να ζήσουν τις οικογένειές τους, ένας απλός μπογιατζής βιοπαλαιστής, που κάθε πρωί έφευγε από το σπίτι του χαμογελαστός για το μεροκάματο και γύριζε το σούρουπο, πάλι χαμογελαστός, με τη συνείδησή του αναπαυμένη, ξέροντας πως κι εκείνη την ημέρα είχε κάνει το Χρέος του.
Και μετά τη δουλειά ( ή όταν ήταν σκόλη), έβαζε το κουστουμάκι του, το καθαρό του πουκάμισο και την κόκκινη γραβάτα του, ξυριζότανε, περιποιότανε το μουστάκι του, χτένιζε τα μαύρα σγουρά μαλλιά του, έβαζε και το μεγάλο κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του κι έβγαινε έναν περίπατο στη Σπάρτη, σηματοδοτώντας παντού την ομορφιά και τη λεβεντοσύνη που έχουν οι απλοί άνθρωποι του Λαού
Τα Σαββατόβραδα του άρεσε να πηγαίνει στα ταβερνάκια της γειτονιάς του, να βρίσκει εκεί τους φίλους – αδελφούς, για να μοιραστούν τα κομμάτια της ζωής τους, τις χαρές, τις λύπες, τις ελπίδες μα και τις αγωνίες τους και να πιουν αδερφωμένοι το κρασάκι τους «… εψές σαν όλα τα βραδάκια-να πάνε κάτω τα φαρμάκια…». Κι όταν ήταν μεγαλογιορτή, πάντα καλοντυμένος και με το γαρύφαλλό του στο πέτο, ήτανε η ψυχή της παρέας και της οικογενειακής συγκέντρωσης, με τις καλές κουβέντες του, τα αστεία του και τα τραγούδια του τα δημοτικά, που ήτανε η μεγάλη του αγάπη. Κι όταν ακουγότανε η βαριά πενιά και γύρευε η ψυχή του να ξεθυμάνει, σηκωνότανε «ο Μητσάρας», ύψωνε ως τον ουρανό τη λιγνή κορμοστασιά του, έσκυβε τα μάτια του στη γη, άπλωνε τα χέρια του τα βασανισμένα σαν τις φτερούγες του αϊτού και χόρευε το ζεϊμπέκικο, έτσι όπως μόνο οι πραγματικοί αγωνιστές της ζωής μπορούν και ξέρουν να χορεύουν.
Ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» ήταν ένας όμορφος άντρας,με λιγνή ευθυτενή κορμοστασιά, απλός, ζεστός, εγκάρδιος, αξιαγάπητος, φιλήσυχος, με μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη από το κέφι και τη χαρά εκείνου που γνωρίζει την αξία της ζωής αλλά και τον σκοπό της. Φιλότιμος πολύ, βοηθούσε κόσμο («αν δεν ήταν έτσι θα είχε φτιαχτεί»), καλός και υπεύθυνος οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας.
Πίστευε πως ο άνθρωπος που έχει ουσία, ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος, είναι ταπεινός αλλά συγχρόνως αγωνιστής μέσα στην κοινωνία και συμπαραστάτης, σε κάθε στιγμή, σ’ όποιον βρίσκεται σε ανάγκη. Ζυμωμένος από τα γεννοφάσκια του στα βάσανα της φτώχειας αλλά και στον πόθο και τον διαρκή αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέπεμπε όλο εκείνο το ηθικό μεγαλείο των ανθρώπων του λαού, την καλοσύνη, τη γνησιότητα των αισθημάτων, την ανθρωπιά και τη συντροφικότητα. Τα δύσκολα και σκληρά παιδικά του χρόνια, εκεί στο χωριό του, την Ποταμιά Λακωνίας, η ένταξή του στην Εθνική Αντίσταση και οι αγώνες του, η στοχοποίησή του για τις Ιδέες του που τον ανάγκασε να φύγει απ’ τον τόπο του και το σπιτικό του, οι δοκιμασίες στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά και οι διώξεις του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους στη συνέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η αγωνία για το «Αύριο» της οικογένειάς του, δεν άλλαξαν ποτέ τον χαρακτήρα του Δημήτρη Καμίτση και δεν σκλήρυναν την καρδιά του, που έμεινε ευαίσθητη μέχρι τον τελευταίο της χτύπο. Αντίθετα δυνάμωναν την ψυχή και το νου του και τον όπλιζαν με θάρρος και δύναμη για να ξεπερνά και να νικά κάθε εμπόδιο.
(Στο καφενείο του Τράγκα χαιρετήθηκε, κάποτε, δια χειραψίας, με κάποιον γνωστό του, δεξιό στα φρονήματα, κι εκείνος είπε, αστειευόμενος:
«Να πάω τώρα να πλύνω τα χέρια μου»
«Δεν προλαβαίνεις… τα ’πλυνα πρώτος εγώ», ήταν η απάντηση του Μητσάρα.)
Για τις αρετές του, τον χαρακτήρα του αλλά και για την ιστορία του στους αγώνες, όσοι τον γνώρισαν, όσοι έζησαν και δούλεψαν μαζί του, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
Όταν έγινε η χούντα του 1967 ο Δ. Καμίτσης μπήκε στο στόχαστρο όπως και χιλιάδες άλλοι δημοκράτες, αριστεροί και κομμουνιστές. Κρυβόταν για ένα χρονικό διάστημα αλλά μετά την απόπειρα του Αγωνιστή Αλέξανδρου Παναγούλη κατά του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου (13 Αυγούστου 1968) και το νέο κύμα μαζικών συλλήψεων, εντοπίστηκε και συνελήφθη.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τον ίδιο και την οικογένειά του «μίλησε» ο ΄Ανθρωπος: Ένας φίλος του από τα παλιά, που τώρα ήταν άνθρωπος της χούντας με φωνή ισχυρή, έβαλε στην άκρη τα πολιτικά πάθη και τα μίση και μεσολάβησε ώστε ο φίλος του να αφεθεί ελεύθερος, πάντα, βέβαια, υπό επιτήρηση αν «… συνεμορφώθη προς τα υποδείξεις».
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο Δ. Καμίτσης δεν άλλαξε σε τίποτε τη ζωή του. Συνέχισε να δουλεύει στο μεροκάματο σαν μπογιατζής (πολλοί μετέπειτα επαγγελματίες μπογιατζήδες της Σπάρτης υπήρξαν «μαθητές του»), μετείχε στην πολιτική και λοιπή δράση του ΚΚΕ και έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις εκδηλώσεις των Αντιστασιακών στο Μονοδέντρι αλλά και στους άλλους ιερούς τόπους του Αγώνα και της Θυσίας σ’ ολόκληρη τη Λακωνία, κρατώντας με περηφάνια τη σημαία της ΕΝΩΣΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΠΑΡΤΗΣ.
Στα 1982 ο Δ. Καμίτσης και χιλιάδες επιζώντες Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης έζησαν τη μεγάλη χαρά και την ηθική ικανοποίηση για την αναγνώριση των Αγώνων τους, όταν τον Αύγουστο του 1982 ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Α. Παπανδρέου) το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της ενιαίας Εθνικής Αντίστασης εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το μετάλλιο και το τιμητικό δίπλωμα που έλαβε ο Δ. Καμίτσης ήταν η ηθική του ανταμοιβή για όσα προσέφερε στον Αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΠΟΝΕΜΟΥΜΕ
ΤΟ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 1941-1945
στον Καμίτση Δημήτριο του Παναγιώτη
για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση του Ελληνικού Λαού
εναντίον των στρατευμάτων κατοχής σαν μέλος της ΕΠΟΝ.
Έτσι απλά γεννήθηκε, έτσι απλά έζησε... έτσι απλά πέθανε, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, αφού πορεύτηκε για 66 χρόνια στο δρόμο της ζωής του με σωφροσύνη, ευθύνη, αγωνιστικότητα, τιμιότητα, ήθος, δικαιοσύνη και γνήσια ανθρωπιά, αφήνοντας πίσω του μνήμη άσβεστη και παράδειγμα ζωής.
Αυτός που δεν είχε λυγίσει ποτέ στη ζωή του, λύγισε από την αρρώστια όπως τσακίζει ο περήφανος έλατος του βουνού, όταν τον χτυπήσει τ’ αστροπελέκι. Δεν πρόλαβε να χαρεί το απόγιομα της ζωής του, ούτε πρόλαβε να πάρει τη σύνταξή του και να ξεκουραστεί.
Η Σπάρτη έχασε για πάντα τον Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο που τη στόλιζε με την παρουσία αλλά και με τον χαρακτήρα του. Είναι, όμως, βέβαιο, πως εκεί πάνω στους ουρανούς, ανάμεσα στα λαμπερά άστρα, συνεχίζει ο Δημήτρης Καμίτσης να φορά στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, κομμένο από τον κήπο του Παραδείσου και να χορεύει (όταν το ’χει ανάγκη η ψυχούλα του) το λεβέντικο ζεϊμπέκικο, που χόρευε κάποτε κι εδώ κάτω στη γη.
Σίγουρα, λείπει από τη σημερινή πεζή και ρηχή ζωή μας, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο της Σπάρτης. Όμως, όσοι αγαπήθηκαν, πάντα ζουν και είναι πάντοτε παρόντες με το παράδειγμα ζωής που άφησαν πίσω τους, εμψυχωτές στους αγώνες τους τωρινούς και τους αυριανούς μέχρι ν’ ανθίσει ο Άνθρωπος και η Κοινωνία, έτσι όπως αυτοί ονειρεύτηκαν.
* Ευχαριστώ τον γιο του Δημήτρη Καμίτση, τον Σταύρο, για τις πληροφορίες που μου έδωσε για τη ζωή και τη δράση του πατέρα του και για τις φωτογραφίες.
ΚΑΙ αυτός ΚΑΙ τ’ αδέρφια του να είναι πάντα καλά και πάντα περήφανοι για τον πατέρα που είχαν.
Ο Δημήτρης Καμίτσης του Παναγιώτη, ο μπαρμπα-Μήτσος ή Μητσάρας όπως τον φώναζαν τα μαστόρια της οικοδομής όπου δούλευε ως μπογιατζής, γεννήθηκε το 1926 στην Ποταμιά Λακωνίας. Ήταν το πρώτο παιδί μεταξύ 9 αδελφών, μια φτωχής αγροτικής οικογένειας, που συμπλήρωνε το ισχνό της εισόδημα λειτουργώντας και μια ταπεινή μπακαλοταβέρνα στο χωριό.
Ο Δημήτρης Καμίτσης έζησε στην Ποταμιά μέχρι τα 18 χρόνια του δουλεύοντας σκληρά και φιλότιμα στα χωράφια και στην μπακαλοταβέρνα, στηρίζοντας τους γονείς και τ’ αδέρφια του, τότε που η ελληνική οικογένεια ήταν, ακόμα, μια σφιγμένη γροθιά, «Όλοι για έναν κι ένας για όλους».
Αυτά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, που τα χαρακτήρισε η μαζική προσφυγιά από την Μ. Ασία, οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, η βαθιά φτώχεια και η δυστυχία των λαϊκών τάξεων, η ανεργία και η ανασφάλεια για το «αύριο» και ο ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας που παρέμενε αναλλοίωτος, έκαναν το νεαρό, τότε, Δημήτρη Καμίτση να προβληματίζεται γόνιμα. Αυτός ο βαθύς προβληματισμός που έβαζε μπροστά του η ίδια η ζωή τον έστρεψε πολιτικά προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ήταν μια θαρραλέα και τίμια απόφαση ζωής του Δ. Καμίτση, σε εποχές που ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη κρατική επιλογή, με απηνείς διώξεις των κομμουνιστών, που έφταναν ακόμα και σε δολοφονίες.
Ο νεαρός Δ. Καμίτσης από την Ποταμιά της Σπάρτης έζησε τη σκληρότητα της μεταξικής δικτατορίας και όταν η Ελλάδα, μετά το Έπος του ’40, βίωσε τη μαύρη Κατοχή, δεν δίστασε, από την πρώτη στιγμή, ν’ ακούσει το κάλεσμα της σκλάβας Πατρίδας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και να ενταχθεί στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της Αντίστασης, για εθνική απελευθέρωση, εξόντωση του φασισμού, αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και υπεράσπιση της ειρήνης αλλά και των οικονομικών, πολιτικών, εκπολιτιστικών και μορφωτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς.
Μετά το 1944, ο Δημ. Καμίτσης, όπως και όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δεν πρόλαβε να χαρεί τη Λευτεριά και να δει τη δικαίωση των Αγώνων. Τα ξένα αφεντικά επενέβησαν στην Ελλάδα με τον στρατό τους, ως νέοι κατακτητές, επιβάλλοντας μια δεύτερη κατοχή με σκοπό το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη συγκρότηση εξουσίας του κεφαλαίου.
Ήταν, τότε, που ο Δημήτρης Καμίτσης, βλέποντας τη ζωή του να απειλείται αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να πάει στην Αθήνα. Εκεί δούλεψε ως μπογιατζής κοντά σε έναν θείο του και οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, ξαναγύρισε στην πατρογονική γη και έζησε τη νέα εποχή της κρατικής τρομοκρατίας και των διώξεων κατά των κομμουνιστών, πασχίζοντας να ξαναδέσει το σπασμένο νήμα της ζωής του.
Στα 1952, ο Δημήτρης Καμίτσης, όπως και όλος ο δημοκρατικός λαός, συγκλονίστηκε από τη σύλληψη, τη φυλάκιση, τη δίκη και (εν τέλει) την εκτέλεση (30 Μαρτίου του 1952) του μέλους της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη και των συναγωνιστών του.
Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», γιατί, κατά τη διάρκεια της δίκης του, κρατούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο, με την εικόνα αυτή να κάνει τον γύρο του κόσμου και να εμπνέει ζωγράφους και ποιητές.
(…) Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.(…)
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, με μάτια θολά από τα δάκρυα, ο Δημήτρης Καμίτσης, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Ν. Μπελογιάννη και κοιτούσε τη φωτογραφία του εκεί που χαμογελαστός, με το γαρύφαλλο στο χέρι, μέσα στο στρατοδικείο, έδινε το καλύτερο μήνυμα προς τους συντρόφους του για συνέχιση του αγώνα. Έκλαιγε για τον άδικο χαμό του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ο Δ. Καμίτσης, αλλά, ταυτόχρονα, ένιωθε τις ρίζες των «πιστεύω» και των «αγώνων» να γίνονται πιο βαθιές μέσα στην ψυχή του. Και ήταν τότε, που ένα απόγευμα, όταν έφευγε απ’ το σπίτι του, άπλωσε το χέρι, έκοψε από τη γλάστρα ένα κόκκινο γαρύφαλλο και το ’βαλε στο πέτο του.
Από τη μέρα εκείνη του 1952, μέχρι τον θάνατό του, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά κι έβγαινε απ’ το σπίτι του στη Σπάρτη, είχε στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, πάντα κομμένο από μια γλάστρα, για να μοσχομυρίζει, σαν θυμίαμα στη μνήμη του Μπελογιάννη και όλων των Αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας αλλά και για μια άλλη κοινωνία, καλύτερη και πιο δίκαιη. Ήταν, συγχρόνως, αυτό το κόκκινο γαρύφαλλο (χωρίς να προκαλεί κανέναν), μια προσωπική δήλωση σταθερότητας και επιμονής στις ιδέες, στο χρέος και στην αγωνιστική παράδοση του Δ. Καμίτση, μια διακήρυξη συνειδητοποίησης της ανισότητας της κοινωνίας και της πεποίθησης ότι το ιδανικό ενός καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου μπορεί να γίνει πραγματικότητα και ότι αυτό ήταν μια απόφαση ζωής μέχρι το τέλος της.
Έτσι όμορφα και απλά, ο Δημήτρης Καμίτσης χαράχτηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη της Σπάρτης ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο»
Ένα χρόνο αργότερα, στα 1953, ο Δημήτρης Καμίτσης παντρεύτηκε με την Ευτυχία Μανωλάκου από το Ξηροκάμπι, έκαναν 3 παιδιά: τον Σταύρο, τον Παναγιώτη και τη Μαρίνα κι έζησαν μονοιασμένοι και αγαπημένοι στο χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι τους με τα κεραμίδια, που έχτισαν στο Ν. Κόσμο της Σπάρτης στα 1956.
Ο Δημήτρης Καμίτσης, ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» της Σπάρτης, παρέμεινε πάντοτε σταθερός και ακλόνητος στο μετερίζι της ζωής, εκεί που οι άνθρωποι του λαού, με τα τίμια χέρια τους, με τον ιδρώτα (και πολλές φορές με το αίμα τους) παλεύουν καθημερινά για να ζήσουν τις οικογένειές τους, ένας απλός μπογιατζής βιοπαλαιστής, που κάθε πρωί έφευγε από το σπίτι του χαμογελαστός για το μεροκάματο και γύριζε το σούρουπο, πάλι χαμογελαστός, με τη συνείδησή του αναπαυμένη, ξέροντας πως κι εκείνη την ημέρα είχε κάνει το Χρέος του.
Και μετά τη δουλειά ( ή όταν ήταν σκόλη), έβαζε το κουστουμάκι του, το καθαρό του πουκάμισο και την κόκκινη γραβάτα του, ξυριζότανε, περιποιότανε το μουστάκι του, χτένιζε τα μαύρα σγουρά μαλλιά του, έβαζε και το μεγάλο κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του κι έβγαινε έναν περίπατο στη Σπάρτη, σηματοδοτώντας παντού την ομορφιά και τη λεβεντοσύνη που έχουν οι απλοί άνθρωποι του Λαού
Τα Σαββατόβραδα του άρεσε να πηγαίνει στα ταβερνάκια της γειτονιάς του, να βρίσκει εκεί τους φίλους – αδελφούς, για να μοιραστούν τα κομμάτια της ζωής τους, τις χαρές, τις λύπες, τις ελπίδες μα και τις αγωνίες τους και να πιουν αδερφωμένοι το κρασάκι τους «… εψές σαν όλα τα βραδάκια-να πάνε κάτω τα φαρμάκια…». Κι όταν ήταν μεγαλογιορτή, πάντα καλοντυμένος και με το γαρύφαλλό του στο πέτο, ήτανε η ψυχή της παρέας και της οικογενειακής συγκέντρωσης, με τις καλές κουβέντες του, τα αστεία του και τα τραγούδια του τα δημοτικά, που ήτανε η μεγάλη του αγάπη. Κι όταν ακουγότανε η βαριά πενιά και γύρευε η ψυχή του να ξεθυμάνει, σηκωνότανε «ο Μητσάρας», ύψωνε ως τον ουρανό τη λιγνή κορμοστασιά του, έσκυβε τα μάτια του στη γη, άπλωνε τα χέρια του τα βασανισμένα σαν τις φτερούγες του αϊτού και χόρευε το ζεϊμπέκικο, έτσι όπως μόνο οι πραγματικοί αγωνιστές της ζωής μπορούν και ξέρουν να χορεύουν.
Ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» ήταν ένας όμορφος άντρας,με λιγνή ευθυτενή κορμοστασιά, απλός, ζεστός, εγκάρδιος, αξιαγάπητος, φιλήσυχος, με μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη από το κέφι και τη χαρά εκείνου που γνωρίζει την αξία της ζωής αλλά και τον σκοπό της. Φιλότιμος πολύ, βοηθούσε κόσμο («αν δεν ήταν έτσι θα είχε φτιαχτεί»), καλός και υπεύθυνος οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας.
Πίστευε πως ο άνθρωπος που έχει ουσία, ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος, είναι ταπεινός αλλά συγχρόνως αγωνιστής μέσα στην κοινωνία και συμπαραστάτης, σε κάθε στιγμή, σ’ όποιον βρίσκεται σε ανάγκη. Ζυμωμένος από τα γεννοφάσκια του στα βάσανα της φτώχειας αλλά και στον πόθο και τον διαρκή αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέπεμπε όλο εκείνο το ηθικό μεγαλείο των ανθρώπων του λαού, την καλοσύνη, τη γνησιότητα των αισθημάτων, την ανθρωπιά και τη συντροφικότητα. Τα δύσκολα και σκληρά παιδικά του χρόνια, εκεί στο χωριό του, την Ποταμιά Λακωνίας, η ένταξή του στην Εθνική Αντίσταση και οι αγώνες του, η στοχοποίησή του για τις Ιδέες του που τον ανάγκασε να φύγει απ’ τον τόπο του και το σπιτικό του, οι δοκιμασίες στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά και οι διώξεις του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους στη συνέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η αγωνία για το «Αύριο» της οικογένειάς του, δεν άλλαξαν ποτέ τον χαρακτήρα του Δημήτρη Καμίτση και δεν σκλήρυναν την καρδιά του, που έμεινε ευαίσθητη μέχρι τον τελευταίο της χτύπο. Αντίθετα δυνάμωναν την ψυχή και το νου του και τον όπλιζαν με θάρρος και δύναμη για να ξεπερνά και να νικά κάθε εμπόδιο.
(Στο καφενείο του Τράγκα χαιρετήθηκε, κάποτε, δια χειραψίας, με κάποιον γνωστό του, δεξιό στα φρονήματα, κι εκείνος είπε, αστειευόμενος:
«Να πάω τώρα να πλύνω τα χέρια μου»
«Δεν προλαβαίνεις… τα ’πλυνα πρώτος εγώ», ήταν η απάντηση του Μητσάρα.)
Για τις αρετές του, τον χαρακτήρα του αλλά και για την ιστορία του στους αγώνες, όσοι τον γνώρισαν, όσοι έζησαν και δούλεψαν μαζί του, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
Όταν έγινε η χούντα του 1967 ο Δ. Καμίτσης μπήκε στο στόχαστρο όπως και χιλιάδες άλλοι δημοκράτες, αριστεροί και κομμουνιστές. Κρυβόταν για ένα χρονικό διάστημα αλλά μετά την απόπειρα του Αγωνιστή Αλέξανδρου Παναγούλη κατά του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου (13 Αυγούστου 1968) και το νέο κύμα μαζικών συλλήψεων, εντοπίστηκε και συνελήφθη.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τον ίδιο και την οικογένειά του «μίλησε» ο ΄Ανθρωπος: Ένας φίλος του από τα παλιά, που τώρα ήταν άνθρωπος της χούντας με φωνή ισχυρή, έβαλε στην άκρη τα πολιτικά πάθη και τα μίση και μεσολάβησε ώστε ο φίλος του να αφεθεί ελεύθερος, πάντα, βέβαια, υπό επιτήρηση αν «… συνεμορφώθη προς τα υποδείξεις».
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο Δ. Καμίτσης δεν άλλαξε σε τίποτε τη ζωή του. Συνέχισε να δουλεύει στο μεροκάματο σαν μπογιατζής (πολλοί μετέπειτα επαγγελματίες μπογιατζήδες της Σπάρτης υπήρξαν «μαθητές του»), μετείχε στην πολιτική και λοιπή δράση του ΚΚΕ και έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις εκδηλώσεις των Αντιστασιακών στο Μονοδέντρι αλλά και στους άλλους ιερούς τόπους του Αγώνα και της Θυσίας σ’ ολόκληρη τη Λακωνία, κρατώντας με περηφάνια τη σημαία της ΕΝΩΣΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΠΑΡΤΗΣ.
Στα 1982 ο Δ. Καμίτσης και χιλιάδες επιζώντες Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης έζησαν τη μεγάλη χαρά και την ηθική ικανοποίηση για την αναγνώριση των Αγώνων τους, όταν τον Αύγουστο του 1982 ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Α. Παπανδρέου) το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της ενιαίας Εθνικής Αντίστασης εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το μετάλλιο και το τιμητικό δίπλωμα που έλαβε ο Δ. Καμίτσης ήταν η ηθική του ανταμοιβή για όσα προσέφερε στον Αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΠΟΝΕΜΟΥΜΕ
ΤΟ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 1941-1945
στον Καμίτση Δημήτριο του Παναγιώτη
για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση του Ελληνικού Λαού
εναντίον των στρατευμάτων κατοχής σαν μέλος της ΕΠΟΝ.
Έτσι απλά γεννήθηκε, έτσι απλά έζησε... έτσι απλά πέθανε, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, αφού πορεύτηκε για 66 χρόνια στο δρόμο της ζωής του με σωφροσύνη, ευθύνη, αγωνιστικότητα, τιμιότητα, ήθος, δικαιοσύνη και γνήσια ανθρωπιά, αφήνοντας πίσω του μνήμη άσβεστη και παράδειγμα ζωής.
Αυτός που δεν είχε λυγίσει ποτέ στη ζωή του, λύγισε από την αρρώστια όπως τσακίζει ο περήφανος έλατος του βουνού, όταν τον χτυπήσει τ’ αστροπελέκι. Δεν πρόλαβε να χαρεί το απόγιομα της ζωής του, ούτε πρόλαβε να πάρει τη σύνταξή του και να ξεκουραστεί.
Η Σπάρτη έχασε για πάντα τον Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο που τη στόλιζε με την παρουσία αλλά και με τον χαρακτήρα του. Είναι, όμως, βέβαιο, πως εκεί πάνω στους ουρανούς, ανάμεσα στα λαμπερά άστρα, συνεχίζει ο Δημήτρης Καμίτσης να φορά στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, κομμένο από τον κήπο του Παραδείσου και να χορεύει (όταν το ’χει ανάγκη η ψυχούλα του) το λεβέντικο ζεϊμπέκικο, που χόρευε κάποτε κι εδώ κάτω στη γη.
Σίγουρα, λείπει από τη σημερινή πεζή και ρηχή ζωή μας, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο της Σπάρτης. Όμως, όσοι αγαπήθηκαν, πάντα ζουν και είναι πάντοτε παρόντες με το παράδειγμα ζωής που άφησαν πίσω τους, εμψυχωτές στους αγώνες τους τωρινούς και τους αυριανούς μέχρι ν’ ανθίσει ο Άνθρωπος και η Κοινωνία, έτσι όπως αυτοί ονειρεύτηκαν.
* Ευχαριστώ τον γιο του Δημήτρη Καμίτση, τον Σταύρο, για τις πληροφορίες που μου έδωσε για τη ζωή και τη δράση του πατέρα του και για τις φωτογραφίες.
ΚΑΙ αυτός ΚΑΙ τ’ αδέρφια του να είναι πάντα καλά και πάντα περήφανοι για τον πατέρα που είχαν.
Έζησε κάποτε στη Σπάρτη ένας άνθρωπος απλός, άνθρωπος καθημερινός της βιοπάλης, που έμεινε στη μνήμη των Σπαρτιατών ως: «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο».
Ο Δημήτρης Καμίτσης του Παναγιώτη, ο μπαρμπα-Μήτσος ή Μητσάρας όπως τον φώναζαν τα μαστόρια της οικοδομής όπου δούλευε ως μπογιατζής, γεννήθηκε το 1926 στην Ποταμιά Λακωνίας. Ήταν το πρώτο παιδί μεταξύ 9 αδελφών, μια φτωχής αγροτικής οικογένειας, που συμπλήρωνε το ισχνό της εισόδημα λειτουργώντας και μια ταπεινή μπακαλοταβέρνα στο χωριό.
Ο Δημήτρης Καμίτσης έζησε στην Ποταμιά μέχρι τα 18 χρόνια του δουλεύοντας σκληρά και φιλότιμα στα χωράφια και στην μπακαλοταβέρνα, στηρίζοντας τους γονείς και τ’ αδέρφια του, τότε που η ελληνική οικογένεια ήταν, ακόμα, μια σφιγμένη γροθιά, «Όλοι για έναν κι ένας για όλους».
Αυτά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, που τα χαρακτήρισε η μαζική προσφυγιά από την Μ. Ασία, οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, η βαθιά φτώχεια και η δυστυχία των λαϊκών τάξεων, η ανεργία και η ανασφάλεια για το «αύριο» και ο ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας που παρέμενε αναλλοίωτος, έκαναν το νεαρό, τότε, Δημήτρη Καμίτση να προβληματίζεται γόνιμα. Αυτός ο βαθύς προβληματισμός που έβαζε μπροστά του η ίδια η ζωή τον έστρεψε πολιτικά προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ήταν μια θαρραλέα και τίμια απόφαση ζωής του Δ. Καμίτση, σε εποχές που ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη κρατική επιλογή, με απηνείς διώξεις των κομμουνιστών, που έφταναν ακόμα και σε δολοφονίες.
Ο νεαρός Δ. Καμίτσης από την Ποταμιά της Σπάρτης έζησε τη σκληρότητα της μεταξικής δικτατορίας και όταν η Ελλάδα, μετά το Έπος του ’40, βίωσε τη μαύρη Κατοχή, δεν δίστασε, από την πρώτη στιγμή, ν’ ακούσει το κάλεσμα της σκλάβας Πατρίδας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και να ενταχθεί στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της Αντίστασης, για εθνική απελευθέρωση, εξόντωση του φασισμού, αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και υπεράσπιση της ειρήνης αλλά και των οικονομικών, πολιτικών, εκπολιτιστικών και μορφωτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς.
Μετά το 1944, ο Δημ. Καμίτσης, όπως και όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δεν πρόλαβε να χαρεί τη Λευτεριά και να δει τη δικαίωση των Αγώνων. Τα ξένα αφεντικά επενέβησαν στην Ελλάδα με τον στρατό τους, ως νέοι κατακτητές, επιβάλλοντας μια δεύτερη κατοχή με σκοπό το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη συγκρότηση εξουσίας του κεφαλαίου.
Ήταν, τότε, που ο Δημήτρης Καμίτσης, βλέποντας τη ζωή του να απειλείται αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να πάει στην Αθήνα. Εκεί δούλεψε ως μπογιατζής κοντά σε έναν θείο του και οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, ξαναγύρισε στην πατρογονική γη και έζησε τη νέα εποχή της κρατικής τρομοκρατίας και των διώξεων κατά των κομμουνιστών, πασχίζοντας να ξαναδέσει το σπασμένο νήμα της ζωής του.
Στα 1952, ο Δημήτρης Καμίτσης, όπως και όλος ο δημοκρατικός λαός, συγκλονίστηκε από τη σύλληψη, τη φυλάκιση, τη δίκη και (εν τέλει) την εκτέλεση (30 Μαρτίου του 1952) του μέλους της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη και των συναγωνιστών του.
Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», γιατί, κατά τη διάρκεια της δίκης του, κρατούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο, με την εικόνα αυτή να κάνει τον γύρο του κόσμου και να εμπνέει ζωγράφους και ποιητές.
(…) Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.(…)
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, με μάτια θολά από τα δάκρυα, ο Δημήτρης Καμίτσης, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Ν. Μπελογιάννη και κοιτούσε τη φωτογραφία του εκεί που χαμογελαστός, με το γαρύφαλλο στο χέρι, μέσα στο στρατοδικείο, έδινε το καλύτερο μήνυμα προς τους συντρόφους του για συνέχιση του αγώνα. Έκλαιγε για τον άδικο χαμό του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ο Δ. Καμίτσης, αλλά, ταυτόχρονα, ένιωθε τις ρίζες των «πιστεύω» και των «αγώνων» να γίνονται πιο βαθιές μέσα στην ψυχή του. Και ήταν τότε, που ένα απόγευμα, όταν έφευγε απ’ το σπίτι του, άπλωσε το χέρι, έκοψε από τη γλάστρα ένα κόκκινο γαρύφαλλο και το ’βαλε στο πέτο του.
Από τη μέρα εκείνη του 1952, μέχρι τον θάνατό του, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά κι έβγαινε απ’ το σπίτι του στη Σπάρτη, είχε στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, πάντα κομμένο από μια γλάστρα, για να μοσχομυρίζει, σαν θυμίαμα στη μνήμη του Μπελογιάννη και όλων των Αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας αλλά και για μια άλλη κοινωνία, καλύτερη και πιο δίκαιη. Ήταν, συγχρόνως, αυτό το κόκκινο γαρύφαλλο (χωρίς να προκαλεί κανέναν), μια προσωπική δήλωση σταθερότητας και επιμονής στις ιδέες, στο χρέος και στην αγωνιστική παράδοση του Δ. Καμίτση, μια διακήρυξη συνειδητοποίησης της ανισότητας της κοινωνίας και της πεποίθησης ότι το ιδανικό ενός καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου μπορεί να γίνει πραγματικότητα και ότι αυτό ήταν μια απόφαση ζωής μέχρι το τέλος της.
Έτσι όμορφα και απλά, ο Δημήτρης Καμίτσης χαράχτηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη της Σπάρτης ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο»
Ένα χρόνο αργότερα, στα 1953, ο Δημήτρης Καμίτσης παντρεύτηκε με την Ευτυχία Μανωλάκου από το Ξηροκάμπι, έκαναν 3 παιδιά: τον Σταύρο, τον Παναγιώτη και τη Μαρίνα κι έζησαν μονοιασμένοι και αγαπημένοι στο χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι τους με τα κεραμίδια, που έχτισαν στο Ν. Κόσμο της Σπάρτης στα 1956.
Ο Δημήτρης Καμίτσης, ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» της Σπάρτης, παρέμεινε πάντοτε σταθερός και ακλόνητος στο μετερίζι της ζωής, εκεί που οι άνθρωποι του λαού, με τα τίμια χέρια τους, με τον ιδρώτα (και πολλές φορές με το αίμα τους) παλεύουν καθημερινά για να ζήσουν τις οικογένειές τους, ένας απλός μπογιατζής βιοπαλαιστής, που κάθε πρωί έφευγε από το σπίτι του χαμογελαστός για το μεροκάματο και γύριζε το σούρουπο, πάλι χαμογελαστός, με τη συνείδησή του αναπαυμένη, ξέροντας πως κι εκείνη την ημέρα είχε κάνει το Χρέος του.
Και μετά τη δουλειά ( ή όταν ήταν σκόλη), έβαζε το κουστουμάκι του, το καθαρό του πουκάμισο και την κόκκινη γραβάτα του, ξυριζότανε, περιποιότανε το μουστάκι του, χτένιζε τα μαύρα σγουρά μαλλιά του, έβαζε και το μεγάλο κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του κι έβγαινε έναν περίπατο στη Σπάρτη, σηματοδοτώντας παντού την ομορφιά και τη λεβεντοσύνη που έχουν οι απλοί άνθρωποι του Λαού
Τα Σαββατόβραδα του άρεσε να πηγαίνει στα ταβερνάκια της γειτονιάς του, να βρίσκει εκεί τους φίλους – αδελφούς, για να μοιραστούν τα κομμάτια της ζωής τους, τις χαρές, τις λύπες, τις ελπίδες μα και τις αγωνίες τους και να πιουν αδερφωμένοι το κρασάκι τους «… εψές σαν όλα τα βραδάκια-να πάνε κάτω τα φαρμάκια…». Κι όταν ήταν μεγαλογιορτή, πάντα καλοντυμένος και με το γαρύφαλλό του στο πέτο, ήτανε η ψυχή της παρέας και της οικογενειακής συγκέντρωσης, με τις καλές κουβέντες του, τα αστεία του και τα τραγούδια του τα δημοτικά, που ήτανε η μεγάλη του αγάπη. Κι όταν ακουγότανε η βαριά πενιά και γύρευε η ψυχή του να ξεθυμάνει, σηκωνότανε «ο Μητσάρας», ύψωνε ως τον ουρανό τη λιγνή κορμοστασιά του, έσκυβε τα μάτια του στη γη, άπλωνε τα χέρια του τα βασανισμένα σαν τις φτερούγες του αϊτού και χόρευε το ζεϊμπέκικο, έτσι όπως μόνο οι πραγματικοί αγωνιστές της ζωής μπορούν και ξέρουν να χορεύουν.
Ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» ήταν ένας όμορφος άντρας,με λιγνή ευθυτενή κορμοστασιά, απλός, ζεστός, εγκάρδιος, αξιαγάπητος, φιλήσυχος, με μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη από το κέφι και τη χαρά εκείνου που γνωρίζει την αξία της ζωής αλλά και τον σκοπό της. Φιλότιμος πολύ, βοηθούσε κόσμο («αν δεν ήταν έτσι θα είχε φτιαχτεί»), καλός και υπεύθυνος οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας.
Πίστευε πως ο άνθρωπος που έχει ουσία, ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος, είναι ταπεινός αλλά συγχρόνως αγωνιστής μέσα στην κοινωνία και συμπαραστάτης, σε κάθε στιγμή, σ’ όποιον βρίσκεται σε ανάγκη. Ζυμωμένος από τα γεννοφάσκια του στα βάσανα της φτώχειας αλλά και στον πόθο και τον διαρκή αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέπεμπε όλο εκείνο το ηθικό μεγαλείο των ανθρώπων του λαού, την καλοσύνη, τη γνησιότητα των αισθημάτων, την ανθρωπιά και τη συντροφικότητα. Τα δύσκολα και σκληρά παιδικά του χρόνια, εκεί στο χωριό του, την Ποταμιά Λακωνίας, η ένταξή του στην Εθνική Αντίσταση και οι αγώνες του, η στοχοποίησή του για τις Ιδέες του που τον ανάγκασε να φύγει απ’ τον τόπο του και το σπιτικό του, οι δοκιμασίες στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά και οι διώξεις του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους στη συνέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η αγωνία για το «Αύριο» της οικογένειάς του, δεν άλλαξαν ποτέ τον χαρακτήρα του Δημήτρη Καμίτση και δεν σκλήρυναν την καρδιά του, που έμεινε ευαίσθητη μέχρι τον τελευταίο της χτύπο. Αντίθετα δυνάμωναν την ψυχή και το νου του και τον όπλιζαν με θάρρος και δύναμη για να ξεπερνά και να νικά κάθε εμπόδιο.
(Στο καφενείο του Τράγκα χαιρετήθηκε, κάποτε, δια χειραψίας, με κάποιον γνωστό του, δεξιό στα φρονήματα, κι εκείνος είπε, αστειευόμενος:
«Να πάω τώρα να πλύνω τα χέρια μου»
«Δεν προλαβαίνεις… τα ’πλυνα πρώτος εγώ», ήταν η απάντηση του Μητσάρα.)
Για τις αρετές του, τον χαρακτήρα του αλλά και για την ιστορία του στους αγώνες, όσοι τον γνώρισαν, όσοι έζησαν και δούλεψαν μαζί του, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
Όταν έγινε η χούντα του 1967 ο Δ. Καμίτσης μπήκε στο στόχαστρο όπως και χιλιάδες άλλοι δημοκράτες, αριστεροί και κομμουνιστές. Κρυβόταν για ένα χρονικό διάστημα αλλά μετά την απόπειρα του Αγωνιστή Αλέξανδρου Παναγούλη κατά του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου (13 Αυγούστου 1968) και το νέο κύμα μαζικών συλλήψεων, εντοπίστηκε και συνελήφθη.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τον ίδιο και την οικογένειά του «μίλησε» ο ΄Ανθρωπος: Ένας φίλος του από τα παλιά, που τώρα ήταν άνθρωπος της χούντας με φωνή ισχυρή, έβαλε στην άκρη τα πολιτικά πάθη και τα μίση και μεσολάβησε ώστε ο φίλος του να αφεθεί ελεύθερος, πάντα, βέβαια, υπό επιτήρηση αν «… συνεμορφώθη προς τα υποδείξεις».
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο Δ. Καμίτσης δεν άλλαξε σε τίποτε τη ζωή του. Συνέχισε να δουλεύει στο μεροκάματο σαν μπογιατζής (πολλοί μετέπειτα επαγγελματίες μπογιατζήδες της Σπάρτης υπήρξαν «μαθητές του»), μετείχε στην πολιτική και λοιπή δράση του ΚΚΕ και έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις εκδηλώσεις των Αντιστασιακών στο Μονοδέντρι αλλά και στους άλλους ιερούς τόπους του Αγώνα και της Θυσίας σ’ ολόκληρη τη Λακωνία, κρατώντας με περηφάνια τη σημαία της ΕΝΩΣΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΠΑΡΤΗΣ.
Στα 1982 ο Δ. Καμίτσης και χιλιάδες επιζώντες Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης έζησαν τη μεγάλη χαρά και την ηθική ικανοποίηση για την αναγνώριση των Αγώνων τους, όταν τον Αύγουστο του 1982 ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Α. Παπανδρέου) το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της ενιαίας Εθνικής Αντίστασης εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το μετάλλιο και το τιμητικό δίπλωμα που έλαβε ο Δ. Καμίτσης ήταν η ηθική του ανταμοιβή για όσα προσέφερε στον Αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΠΟΝΕΜΟΥΜΕ
ΤΟ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 1941-1945
στον Καμίτση Δημήτριο του Παναγιώτη
για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση του Ελληνικού Λαού
εναντίον των στρατευμάτων κατοχής σαν μέλος της ΕΠΟΝ.
Έτσι απλά γεννήθηκε, έτσι απλά έζησε... έτσι απλά πέθανε, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, αφού πορεύτηκε για 66 χρόνια στο δρόμο της ζωής του με σωφροσύνη, ευθύνη, αγωνιστικότητα, τιμιότητα, ήθος, δικαιοσύνη και γνήσια ανθρωπιά, αφήνοντας πίσω του μνήμη άσβεστη και παράδειγμα ζωής.
Αυτός που δεν είχε λυγίσει ποτέ στη ζωή του, λύγισε από την αρρώστια όπως τσακίζει ο περήφανος έλατος του βουνού, όταν τον χτυπήσει τ’ αστροπελέκι. Δεν πρόλαβε να χαρεί το απόγιομα της ζωής του, ούτε πρόλαβε να πάρει τη σύνταξή του και να ξεκουραστεί.
Η Σπάρτη έχασε για πάντα τον Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο που τη στόλιζε με την παρουσία αλλά και με τον χαρακτήρα του. Είναι, όμως, βέβαιο, πως εκεί πάνω στους ουρανούς, ανάμεσα στα λαμπερά άστρα, συνεχίζει ο Δημήτρης Καμίτσης να φορά στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, κομμένο από τον κήπο του Παραδείσου και να χορεύει (όταν το ’χει ανάγκη η ψυχούλα του) το λεβέντικο ζεϊμπέκικο, που χόρευε κάποτε κι εδώ κάτω στη γη.
Σίγουρα, λείπει από τη σημερινή πεζή και ρηχή ζωή μας, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο της Σπάρτης. Όμως, όσοι αγαπήθηκαν, πάντα ζουν και είναι πάντοτε παρόντες με το παράδειγμα ζωής που άφησαν πίσω τους, εμψυχωτές στους αγώνες τους τωρινούς και τους αυριανούς μέχρι ν’ ανθίσει ο Άνθρωπος και η Κοινωνία, έτσι όπως αυτοί ονειρεύτηκαν.
* Ευχαριστώ τον γιο του Δημήτρη Καμίτση, τον Σταύρο, για τις πληροφορίες που μου έδωσε για τη ζωή και τη δράση του πατέρα του και για τις φωτογραφίες.
ΚΑΙ αυτός ΚΑΙ τ’ αδέρφια του να είναι πάντα καλά και πάντα περήφανοι για τον πατέρα που είχαν.
Ο Δημήτρης Καμίτσης του Παναγιώτη, ο μπαρμπα-Μήτσος ή Μητσάρας όπως τον φώναζαν τα μαστόρια της οικοδομής όπου δούλευε ως μπογιατζής, γεννήθηκε το 1926 στην Ποταμιά Λακωνίας. Ήταν το πρώτο παιδί μεταξύ 9 αδελφών, μια φτωχής αγροτικής οικογένειας, που συμπλήρωνε το ισχνό της εισόδημα λειτουργώντας και μια ταπεινή μπακαλοταβέρνα στο χωριό.
Ο Δημήτρης Καμίτσης έζησε στην Ποταμιά μέχρι τα 18 χρόνια του δουλεύοντας σκληρά και φιλότιμα στα χωράφια και στην μπακαλοταβέρνα, στηρίζοντας τους γονείς και τ’ αδέρφια του, τότε που η ελληνική οικογένεια ήταν, ακόμα, μια σφιγμένη γροθιά, «Όλοι για έναν κι ένας για όλους».
Αυτά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, που τα χαρακτήρισε η μαζική προσφυγιά από την Μ. Ασία, οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, η βαθιά φτώχεια και η δυστυχία των λαϊκών τάξεων, η ανεργία και η ανασφάλεια για το «αύριο» και ο ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας που παρέμενε αναλλοίωτος, έκαναν το νεαρό, τότε, Δημήτρη Καμίτση να προβληματίζεται γόνιμα. Αυτός ο βαθύς προβληματισμός που έβαζε μπροστά του η ίδια η ζωή τον έστρεψε πολιτικά προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ήταν μια θαρραλέα και τίμια απόφαση ζωής του Δ. Καμίτση, σε εποχές που ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη κρατική επιλογή, με απηνείς διώξεις των κομμουνιστών, που έφταναν ακόμα και σε δολοφονίες.
Ο νεαρός Δ. Καμίτσης από την Ποταμιά της Σπάρτης έζησε τη σκληρότητα της μεταξικής δικτατορίας και όταν η Ελλάδα, μετά το Έπος του ’40, βίωσε τη μαύρη Κατοχή, δεν δίστασε, από την πρώτη στιγμή, ν’ ακούσει το κάλεσμα της σκλάβας Πατρίδας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και να ενταχθεί στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της Αντίστασης, για εθνική απελευθέρωση, εξόντωση του φασισμού, αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και υπεράσπιση της ειρήνης αλλά και των οικονομικών, πολιτικών, εκπολιτιστικών και μορφωτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς.
Μετά το 1944, ο Δημ. Καμίτσης, όπως και όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δεν πρόλαβε να χαρεί τη Λευτεριά και να δει τη δικαίωση των Αγώνων. Τα ξένα αφεντικά επενέβησαν στην Ελλάδα με τον στρατό τους, ως νέοι κατακτητές, επιβάλλοντας μια δεύτερη κατοχή με σκοπό το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη συγκρότηση εξουσίας του κεφαλαίου.
Ήταν, τότε, που ο Δημήτρης Καμίτσης, βλέποντας τη ζωή του να απειλείται αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να πάει στην Αθήνα. Εκεί δούλεψε ως μπογιατζής κοντά σε έναν θείο του και οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, ξαναγύρισε στην πατρογονική γη και έζησε τη νέα εποχή της κρατικής τρομοκρατίας και των διώξεων κατά των κομμουνιστών, πασχίζοντας να ξαναδέσει το σπασμένο νήμα της ζωής του.
Στα 1952, ο Δημήτρης Καμίτσης, όπως και όλος ο δημοκρατικός λαός, συγκλονίστηκε από τη σύλληψη, τη φυλάκιση, τη δίκη και (εν τέλει) την εκτέλεση (30 Μαρτίου του 1952) του μέλους της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη και των συναγωνιστών του.
Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», γιατί, κατά τη διάρκεια της δίκης του, κρατούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο, με την εικόνα αυτή να κάνει τον γύρο του κόσμου και να εμπνέει ζωγράφους και ποιητές.
(…) Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.(…)
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, με μάτια θολά από τα δάκρυα, ο Δημήτρης Καμίτσης, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τον Ν. Μπελογιάννη και κοιτούσε τη φωτογραφία του εκεί που χαμογελαστός, με το γαρύφαλλο στο χέρι, μέσα στο στρατοδικείο, έδινε το καλύτερο μήνυμα προς τους συντρόφους του για συνέχιση του αγώνα. Έκλαιγε για τον άδικο χαμό του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ο Δ. Καμίτσης, αλλά, ταυτόχρονα, ένιωθε τις ρίζες των «πιστεύω» και των «αγώνων» να γίνονται πιο βαθιές μέσα στην ψυχή του. Και ήταν τότε, που ένα απόγευμα, όταν έφευγε απ’ το σπίτι του, άπλωσε το χέρι, έκοψε από τη γλάστρα ένα κόκκινο γαρύφαλλο και το ’βαλε στο πέτο του.
Από τη μέρα εκείνη του 1952, μέχρι τον θάνατό του, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά κι έβγαινε απ’ το σπίτι του στη Σπάρτη, είχε στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, πάντα κομμένο από μια γλάστρα, για να μοσχομυρίζει, σαν θυμίαμα στη μνήμη του Μπελογιάννη και όλων των Αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας αλλά και για μια άλλη κοινωνία, καλύτερη και πιο δίκαιη. Ήταν, συγχρόνως, αυτό το κόκκινο γαρύφαλλο (χωρίς να προκαλεί κανέναν), μια προσωπική δήλωση σταθερότητας και επιμονής στις ιδέες, στο χρέος και στην αγωνιστική παράδοση του Δ. Καμίτση, μια διακήρυξη συνειδητοποίησης της ανισότητας της κοινωνίας και της πεποίθησης ότι το ιδανικό ενός καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου μπορεί να γίνει πραγματικότητα και ότι αυτό ήταν μια απόφαση ζωής μέχρι το τέλος της.
Έτσι όμορφα και απλά, ο Δημήτρης Καμίτσης χαράχτηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη της Σπάρτης ως «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο»
Ένα χρόνο αργότερα, στα 1953, ο Δημήτρης Καμίτσης παντρεύτηκε με την Ευτυχία Μανωλάκου από το Ξηροκάμπι, έκαναν 3 παιδιά: τον Σταύρο, τον Παναγιώτη και τη Μαρίνα κι έζησαν μονοιασμένοι και αγαπημένοι στο χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι τους με τα κεραμίδια, που έχτισαν στο Ν. Κόσμο της Σπάρτης στα 1956.
Ο Δημήτρης Καμίτσης, ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» της Σπάρτης, παρέμεινε πάντοτε σταθερός και ακλόνητος στο μετερίζι της ζωής, εκεί που οι άνθρωποι του λαού, με τα τίμια χέρια τους, με τον ιδρώτα (και πολλές φορές με το αίμα τους) παλεύουν καθημερινά για να ζήσουν τις οικογένειές τους, ένας απλός μπογιατζής βιοπαλαιστής, που κάθε πρωί έφευγε από το σπίτι του χαμογελαστός για το μεροκάματο και γύριζε το σούρουπο, πάλι χαμογελαστός, με τη συνείδησή του αναπαυμένη, ξέροντας πως κι εκείνη την ημέρα είχε κάνει το Χρέος του.
Και μετά τη δουλειά ( ή όταν ήταν σκόλη), έβαζε το κουστουμάκι του, το καθαρό του πουκάμισο και την κόκκινη γραβάτα του, ξυριζότανε, περιποιότανε το μουστάκι του, χτένιζε τα μαύρα σγουρά μαλλιά του, έβαζε και το μεγάλο κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του κι έβγαινε έναν περίπατο στη Σπάρτη, σηματοδοτώντας παντού την ομορφιά και τη λεβεντοσύνη που έχουν οι απλοί άνθρωποι του Λαού
Τα Σαββατόβραδα του άρεσε να πηγαίνει στα ταβερνάκια της γειτονιάς του, να βρίσκει εκεί τους φίλους – αδελφούς, για να μοιραστούν τα κομμάτια της ζωής τους, τις χαρές, τις λύπες, τις ελπίδες μα και τις αγωνίες τους και να πιουν αδερφωμένοι το κρασάκι τους «… εψές σαν όλα τα βραδάκια-να πάνε κάτω τα φαρμάκια…». Κι όταν ήταν μεγαλογιορτή, πάντα καλοντυμένος και με το γαρύφαλλό του στο πέτο, ήτανε η ψυχή της παρέας και της οικογενειακής συγκέντρωσης, με τις καλές κουβέντες του, τα αστεία του και τα τραγούδια του τα δημοτικά, που ήτανε η μεγάλη του αγάπη. Κι όταν ακουγότανε η βαριά πενιά και γύρευε η ψυχή του να ξεθυμάνει, σηκωνότανε «ο Μητσάρας», ύψωνε ως τον ουρανό τη λιγνή κορμοστασιά του, έσκυβε τα μάτια του στη γη, άπλωνε τα χέρια του τα βασανισμένα σαν τις φτερούγες του αϊτού και χόρευε το ζεϊμπέκικο, έτσι όπως μόνο οι πραγματικοί αγωνιστές της ζωής μπορούν και ξέρουν να χορεύουν.
Ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» ήταν ένας όμορφος άντρας,με λιγνή ευθυτενή κορμοστασιά, απλός, ζεστός, εγκάρδιος, αξιαγάπητος, φιλήσυχος, με μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη από το κέφι και τη χαρά εκείνου που γνωρίζει την αξία της ζωής αλλά και τον σκοπό της. Φιλότιμος πολύ, βοηθούσε κόσμο («αν δεν ήταν έτσι θα είχε φτιαχτεί»), καλός και υπεύθυνος οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας.
Πίστευε πως ο άνθρωπος που έχει ουσία, ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος, είναι ταπεινός αλλά συγχρόνως αγωνιστής μέσα στην κοινωνία και συμπαραστάτης, σε κάθε στιγμή, σ’ όποιον βρίσκεται σε ανάγκη. Ζυμωμένος από τα γεννοφάσκια του στα βάσανα της φτώχειας αλλά και στον πόθο και τον διαρκή αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέπεμπε όλο εκείνο το ηθικό μεγαλείο των ανθρώπων του λαού, την καλοσύνη, τη γνησιότητα των αισθημάτων, την ανθρωπιά και τη συντροφικότητα. Τα δύσκολα και σκληρά παιδικά του χρόνια, εκεί στο χωριό του, την Ποταμιά Λακωνίας, η ένταξή του στην Εθνική Αντίσταση και οι αγώνες του, η στοχοποίησή του για τις Ιδέες του που τον ανάγκασε να φύγει απ’ τον τόπο του και το σπιτικό του, οι δοκιμασίες στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά και οι διώξεις του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους στη συνέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η αγωνία για το «Αύριο» της οικογένειάς του, δεν άλλαξαν ποτέ τον χαρακτήρα του Δημήτρη Καμίτση και δεν σκλήρυναν την καρδιά του, που έμεινε ευαίσθητη μέχρι τον τελευταίο της χτύπο. Αντίθετα δυνάμωναν την ψυχή και το νου του και τον όπλιζαν με θάρρος και δύναμη για να ξεπερνά και να νικά κάθε εμπόδιο.
(Στο καφενείο του Τράγκα χαιρετήθηκε, κάποτε, δια χειραψίας, με κάποιον γνωστό του, δεξιό στα φρονήματα, κι εκείνος είπε, αστειευόμενος:
«Να πάω τώρα να πλύνω τα χέρια μου»
«Δεν προλαβαίνεις… τα ’πλυνα πρώτος εγώ», ήταν η απάντηση του Μητσάρα.)
Για τις αρετές του, τον χαρακτήρα του αλλά και για την ιστορία του στους αγώνες, όσοι τον γνώρισαν, όσοι έζησαν και δούλεψαν μαζί του, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
Όταν έγινε η χούντα του 1967 ο Δ. Καμίτσης μπήκε στο στόχαστρο όπως και χιλιάδες άλλοι δημοκράτες, αριστεροί και κομμουνιστές. Κρυβόταν για ένα χρονικό διάστημα αλλά μετά την απόπειρα του Αγωνιστή Αλέξανδρου Παναγούλη κατά του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου (13 Αυγούστου 1968) και το νέο κύμα μαζικών συλλήψεων, εντοπίστηκε και συνελήφθη.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τον ίδιο και την οικογένειά του «μίλησε» ο ΄Ανθρωπος: Ένας φίλος του από τα παλιά, που τώρα ήταν άνθρωπος της χούντας με φωνή ισχυρή, έβαλε στην άκρη τα πολιτικά πάθη και τα μίση και μεσολάβησε ώστε ο φίλος του να αφεθεί ελεύθερος, πάντα, βέβαια, υπό επιτήρηση αν «… συνεμορφώθη προς τα υποδείξεις».
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο Δ. Καμίτσης δεν άλλαξε σε τίποτε τη ζωή του. Συνέχισε να δουλεύει στο μεροκάματο σαν μπογιατζής (πολλοί μετέπειτα επαγγελματίες μπογιατζήδες της Σπάρτης υπήρξαν «μαθητές του»), μετείχε στην πολιτική και λοιπή δράση του ΚΚΕ και έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις εκδηλώσεις των Αντιστασιακών στο Μονοδέντρι αλλά και στους άλλους ιερούς τόπους του Αγώνα και της Θυσίας σ’ ολόκληρη τη Λακωνία, κρατώντας με περηφάνια τη σημαία της ΕΝΩΣΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΠΑΡΤΗΣ.
Στα 1982 ο Δ. Καμίτσης και χιλιάδες επιζώντες Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης έζησαν τη μεγάλη χαρά και την ηθική ικανοποίηση για την αναγνώριση των Αγώνων τους, όταν τον Αύγουστο του 1982 ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Α. Παπανδρέου) το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της ενιαίας Εθνικής Αντίστασης εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το μετάλλιο και το τιμητικό δίπλωμα που έλαβε ο Δ. Καμίτσης ήταν η ηθική του ανταμοιβή για όσα προσέφερε στον Αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΠΟΝΕΜΟΥΜΕ
ΤΟ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 1941-1945
στον Καμίτση Δημήτριο του Παναγιώτη
για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση του Ελληνικού Λαού
εναντίον των στρατευμάτων κατοχής σαν μέλος της ΕΠΟΝ.
Έτσι απλά γεννήθηκε, έτσι απλά έζησε... έτσι απλά πέθανε, στα 1992, ο Δημήτρης Καμίτσης, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, αφού πορεύτηκε για 66 χρόνια στο δρόμο της ζωής του με σωφροσύνη, ευθύνη, αγωνιστικότητα, τιμιότητα, ήθος, δικαιοσύνη και γνήσια ανθρωπιά, αφήνοντας πίσω του μνήμη άσβεστη και παράδειγμα ζωής.
Αυτός που δεν είχε λυγίσει ποτέ στη ζωή του, λύγισε από την αρρώστια όπως τσακίζει ο περήφανος έλατος του βουνού, όταν τον χτυπήσει τ’ αστροπελέκι. Δεν πρόλαβε να χαρεί το απόγιομα της ζωής του, ούτε πρόλαβε να πάρει τη σύνταξή του και να ξεκουραστεί.
Η Σπάρτη έχασε για πάντα τον Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο που τη στόλιζε με την παρουσία αλλά και με τον χαρακτήρα του. Είναι, όμως, βέβαιο, πως εκεί πάνω στους ουρανούς, ανάμεσα στα λαμπερά άστρα, συνεχίζει ο Δημήτρης Καμίτσης να φορά στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, κομμένο από τον κήπο του Παραδείσου και να χορεύει (όταν το ’χει ανάγκη η ψυχούλα του) το λεβέντικο ζεϊμπέκικο, που χόρευε κάποτε κι εδώ κάτω στη γη.
Σίγουρα, λείπει από τη σημερινή πεζή και ρηχή ζωή μας, ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο της Σπάρτης. Όμως, όσοι αγαπήθηκαν, πάντα ζουν και είναι πάντοτε παρόντες με το παράδειγμα ζωής που άφησαν πίσω τους, εμψυχωτές στους αγώνες τους τωρινούς και τους αυριανούς μέχρι ν’ ανθίσει ο Άνθρωπος και η Κοινωνία, έτσι όπως αυτοί ονειρεύτηκαν.
* Ευχαριστώ τον γιο του Δημήτρη Καμίτση, τον Σταύρο, για τις πληροφορίες που μου έδωσε για τη ζωή και τη δράση του πατέρα του και για τις φωτογραφίες.
ΚΑΙ αυτός ΚΑΙ τ’ αδέρφια του να είναι πάντα καλά και πάντα περήφανοι για τον πατέρα που είχαν.