«Τα τη φύσει καλά, ων άνευ το ζειν μιαρόν, κοινά και αμέριστα». Εκείνα δηλαδή που από τη φύση τους είναι καλά, που χωρίς αυτά η ζωή είναι άθλια, είναι κοινά και αμέριστα. Από τη φύση της είναι καλή η γιορτή λοιπόν της Γέννας του Θεού, κοινή και αμέριστη. Ούτε να την αγοράσει μπορεί κανείς ούτε να την μοιράσει. Σαν αποφάσισε ο άνθρωπος πως έστω και ένα τόσο δα κομματάκι από αυτά που προσφέρει η φύση του ανήκει, η ανθρωπότητα μπήκε στο τέλμα της διεκδίκησης και της υπεράσπισης όσων έχουμε ή θέλουμε να αποκτήσουμε.
Κοινή και αμέριστη όμως είναι ετούτη η γιορτή, όπως η κάθε γιορτή, για να την βιώσουμε και να τη ζήσουμε πέραν και έξω από την ιδιοτέλεια που μας χαρακτηρίζει. Κι αν λίγο στρέψουμε το βλέμμα μας μακριά από στολίδια, δώρα και διασκεδάσεις θα αντικρίσουμε έναν Θεό να έρχεται κάπως αλλόκοτος. Πιάσαμε να γιορτάζουμε Χριστούγεννα χωρίς τον Οικοδεσπότη γιατί μάλλον μας προκαλεί με την παρουσία Του. Εμείς εδώ κάτω παλεύουμε να πάρουμε το πιο ωραίο δώρο, να κάνουμε την πιο έξυπνη αγορά, να διασκεδάσουμε όσο περισσότερο γίνεται για να ξεχαστούμε, να φάμε τη νύχτα που ξημερώνει Χριστούγεννα στα ρεβεγιόν της μελαγχολίας και της ντάμας καρό. Που καιρός για πάμφτωχους, ταπεινούς και κυνηγημένους από κούνια Θεούς.
Μας ενοχλεί που δεν μας ανήκει ίσως, που δεν είναι δικός μας, που δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε την Γέννα Του για να ταΐσουμε το φαύλο εγωισμό μας και να Τον εκμεταλλευτούμε εμπορικά. Τα πάντα λογαριάζονται σε σχέση με τα χρήματα, σε σχέση με τα κόμματα, σε σχέση με τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις μας, σε σχέση με την άσχετη από ποιότητες ζωή μας. Γι’ αυτό πετάξαμε τον Εορτάζοντα απ’ έξω και κλειδώσαμε την πόρτα. Αφού δεν μας ανήκει γιατί να Τον υποδεχτούμε; Άσε που μας χαλάει την αισθητική έτσι φτωχός, σχεδόν ζητιάνος που ήρθε.
Κι όμως, κοτζάμ Θεός επιμένει να έρχεται κάθε χρόνο. Σε τούτη τη γιορτή, που χωρίς αυτή η ζωή μας είναι και παραμένει άθλια, έρχεται να μοιραστεί τη χαρά με όλους εμάς που μοιράσαμε τα πάντα όπως κάναμε αργότερα με τα ιμάτια Του. Και πράγματι, τι νόημα έχει η ζωή χωρίς τη γιορτή; Τι νόημα έχει ένας χρόνος, τα χρόνια όλα μιας ζωής αν δε γιορτάσουμε πραγματικά; Γιορτή δεν γίνεται χωρίς κάποιον να γιορτάζει όπως και γάμος δεν γίνεται χωρίς γαμπρό και νύφη. Κι αν κάνω λάθος ας ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο γύρω μας να δούμε με τι μοιάζει. Θυμίζει άραγε περβόλι ή βάλτο γεμάτο με βρωμιά;
στο παραμύθι θα τη ρίξω να πνιγεί
να παραμυθιαστεί η ψυχή μου
να σε πιστέψει πάλι από την αρχή»
Εσένα μεγάλε επισκέπτη
που έκανες τον κόπο να έρθεις ξανά.
Χωρίς τα Γενέθλια Σου
κοινά και αμέριστα σε όλους να χαρίζεις
ξέρω πως είναι άθλια
και δεν τη θέλω τη ζωή μου.
Όπως κι αν είμαι, ότι κι αν έχω
ήρθες και για μένα
όσο ήρθες για τους άλλους
ότι κι αν σκέφτομαι, ότι κι αν κάνω
ήρθες και για μένα
όσο ήρθες και για όλους…
Ευάγγελος Θεοδώρου
Βιβλιοθηκονόμος