notification icon
Θα θέλατε να σας ενημερώνουμε για τα έκτακτα γεγονότα ;

Μητράκος: Ο τοίχος είχε τη δική του ιστορία

slider_image

Μοιράσου το άρθρο:

26-10-2012

«Ένας ίσκιος γλιστράει μέσα στη νύχτα στους έρημους δρόμους της σκλαβωμένης Σπάρτης με χίλιες προφυλάξεις . Κάθε φορά που ακούγονται τα βήματα καμιάς περιπόλου των κατακτητών , ο ίσκιος κολλάει σε καμιά πόρτα ή κρύβεται πίσω από κανένα δέντρο . Έπειτα συνεχίζει το δρόμο του σαν ένα φάντασμα , σαν ένα μυστηριώδες πνεύμα που κατέβηκε από τον άλλο κόσμο άγνωστο για ποιο λόγο .»

Είναι ένα μελαχρινό παιδί δεκατριών περίπου χρονών με όμορφα χαρακτηριστικά , έξυπνα μάτια και νευρώδες σώμα . Το πρόσωπό του φανερώνει ταραχή . Τα ζωηρά μάτια του είναι γεμάτα ανησυχία . Στο αριστερό του χέρι κρατά κρεμασμένο ένα στρογγυλό τενεκεδένιο δοχείο με νωπές κυλίδες από κόκκινη μπογιά στα χείλη του . Μέσα του βρίσκεται βυθισμένο ένα πινέλο με μακριά ξύλινη λαβή .

Ο δρόμος είναι έρημος . Κανένας δεν τολμά να κυκλοφορήσει τη νύχτα . Είναι Απρίλης του 1943 και η βαριά σκιά της Γερμανο-Ιταλικής κατοχής κρέμεται ακόμα πάνω απ’ το κεφάλι της Ελλάδος . Μια αχτίδα φωτός έχει αρχίσει όμως  να ανατέλλει  μέσα στο γεμάτο από βαριά σύννεφα ουρανό του κόσμου : Από τα παρανόμως αποσφραγισμένα ραδιόφωνα οι σκλαβωμένοι λαοί άκουσαν από τους ελεύθερους  ραδιοσταθμούς ότι η πρώτη μεγάλη ήττα των Γερμανών ήρθε στην παγωμένη Ρωσία . Η μάχη του Στάλινγκραντ που κράτησε από τον Ιούλιο του 1942 μέχρι το Φλεβάρη του 1943 γύρισε προς τη μεριά των αγωνιζόμενων Ρώσων . Ο Κόκκινος Στρατός κατόρθωσε να απωθήσει τη Βέρμαχτ και η απαρχή της ήττας των Γερμανών σήμανε . Ο  Γερμανός Στρατηγός Φον Πάουλους αναγκάστηκε στα τέλη του Γενάρη του 1943 να παραδοθεί στον Κόκκινο Στρατό μαζί με 22 Στρατηγούς και 91.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς .  Ήδη οι Γερμανοί υποχωρούν σ’ όλα τα μέτωπα και η τύχη του πολέμου φαίνεται ότι έχει κριθεί .

Η ψυχή του νεαρού Σπαρτιατόπουλου φουσκώνει από την προσμονή της λευτεριάς . Σαν 10χρονο παιδί είχε ζήσει την εποποιία του ’40 . Γιόρτασε με τους συμμαθητές και τους δασκάλους του τις μεγάλες νίκες του ηρωικού στρατού μας στις χιονισμένες κορφές της Πίνδου και της Αλβανίας . Έζησε μετά την πίκρα και την αγωνία της γερμανικής επίθεσης και της τριπλής κατοχής κάτω από την μπότα των Γερμανών , των Ιταλών και των Βουλγάρων . Την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής την  έκανε στην ψυχή του πιο απάλαφρη  η Αντίσταση του Ελληνικού Λαού , που γέμισε τα βουνά με Αντάρτες και τις πόλεις και τα χωριά με Αγωνιστές της Ελευθερίας . Το μικρό Σπαρτιατόπουλο δεν μπορούσε να κάνει άλλο τίποτε παρά να παίρνει του κουβαδάκι  με την κόκκινη μπογιά και το πινέλο και να βγαίνει τα βράδια στην έρημη πόλη γεμίζοντας τους τοίχους με συνθήματα λευτεριάς και αντίστασης . Ο πατέρας του ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και συχνά τον έπαιρνε στα γόνατά του και του περιέγραφε το ελπιδοφόρο αύριο που  καρτερούσε η Ελλάδα και οι Λαοί του κόσμου: Μια νέα κοινωνία , ανθρώπινη , δίκαιη , μια κοινωνία της εργασίας και της προόδου όπου θα είχε καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο .

«Αυτός ο πόλεμος , του ’λεγε , δεν είναι μόνο για να νικηθούν οι Δυνάμεις του Άξονα . Είναι κι ένας πόλεμος των Λαών για να γκρεμίσουμε τα σχέδια της Αντίδρασης και να φτιάξουμε , ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ , το νέο κόσμο της Ειρήνης , της Δικαιοσύνης , της Ισονομίας , της Ισότητας και της Αδερφοσύνης» .

Το παιδί σταματά στη γωνία των οδών Χαμαρέτου και Ευαγγελιστρίας . Μπροστά του ένα μεγάλο αρχοντικό διώροφο σπίτι , με μαρμάρινα μπαλκόνια και μεγάλα πορτοπαράθυρα υψώνεται σκοτεινό μέσα στη νύχτα . Ερημιά παντού . Μόνο τα απόμακρα γαβγίσματα κάποιων σκύλων  κομματιάζουν τη γαλήνη της νύχτας . Χαμογελά . Με χίλιες προφυλάξεις για να μη γίνει αντιληπτός κατευθύνεται προς το σπίτι.

Ο μεγάλος τοίχος προς τη μεριά της Χαμαρέτου είναι ό,τι χρειάζεται για το σκοπό του . Παίρνει το πινέλο στο δεξί του χέρι , το βουτά στην κόκκινη μπογιά , σκουπίζει ελαφρά την άκρη του στα χείλη του τενεκεδένιου κουτιού κι ύστερα αρχίζει να γράφει , με ωραία καλλιγραφικά γράμματα το σύνθημα στον τοίχο:

«Πρωτοπόρος των δυνάμεων
της προόδου o Κόκκινος Στρατός
γκρεμίζει τα σχέδια  της αντίδρασης»

Βάζει το πινέλο πάλι μέσα στο τενεκεδάκι και απομακρύνεται λίγο . Κοιτάζει το νωπογραμμένο σύνθημα στον τοίχο κάτω από την αστροφεγγιά . Κανένα λάθος . Τα γράμματα ωραία και στοιχημένα στην αράδα τους . Και η μπογιά δεν έτρεξε καθόλου. Χαμογελά ικανοποιημένο . Ξαφνικά ακούγονται βήματα βαριά να κατεβαίνουν την Ευαγγελιστρίας . Κολλάει πρώτα στον τοίχο . Ελέγχει με μια γρήγορη ματιά το δρόμο . Ύστερα μ’ ένα γρήγορα τρέξιμο , ορμά προς την  οδό Λυκούργου , στρίβει σαν αέρας στη γωνία αριστερά κι εξαφανίζεται μες στο σκοτάδι.

Τα χρόνια πέρασαν . Ήρθε η Λευτεριά στα 1944 μα τα δώρα της για τους Έλληνες ήταν πικρά . Ο εμφύλιος σπαραγμός κόστισε στην Ελλάδα πιο πολύ κι από το αίμα που έχυσαν οι κατακτητές . Κι όταν τέλειωσε , άφησε μιαν Ελλάδα διχασμένη που οι πληγές της ακόμα και σήμερα δεν έχουν κλείσει . Τα όνειρα με τα οποία πότισε εκείνος  ο πατέρας το Σπαρτιατόπουλο για τον αυριανό κόσμο έμειναν όνειρα . Οι Γερμανοί νικήθηκαν αλλά η Αντίδραση όχι . Σήμερα είναι τόσο δυνατή όσο ποτέ και βουλιάζει τους Λαούς , μαζί και τους Έλληνες , σε μια βαθιά δυστυχία ίδια και χειρότερη μ’ εκείνη της εποχής του πολέμου και της κατοχής .

Ποιος ξέρει τι να απέγινε εκείνο το Σπαρτιατόπουλο και τι να απέγιναν και τα όνειρά του . Ποιος ξέρει ποιο ήταν τ’ όνομά του και ποιος ήταν ο δρόμος της ζωής του και η μοίρα του . Μπορεί , λέω , να ήταν ο Μικρός Ήρως , ο Γιώργος Θαλάσσης , το θρυλικό Παιδί Φάντασμα , που μαζί με την Κατερίνα και το Σπίθα αφιέρωσε τη ζωή του στην αντίσταση εναντίον των κατακτητών και μπορεί , λέω , να είχε βρεθεί στη Σπάρτη σε αποστολή από το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής . Ποιος μπορεί να ξέρει ; Πάντως , το σύνθημα στον τοίχο έμεινε γραμμένο για λίγον καιρό , όσο κράτησε η χαρά της Νίκης και της Ελευθερίας . Μετά , όταν άρχισε ο Εμφύλιος , ο νοικοκύρης του σπιτιού (προνοητικός και φρόνιμος) μπογιάτισε το σπίτι με ασβέστη χρωματισμένο με ώχρα πορτοκαλιά και το σύνθημα σκεπάστηκε . Τα χρόνια πέρασαν . Ήρθε καιρός που το παλιό πανέμορφο αρχοντικό , εκεί στη γωνία Χαμαρέτου και Ευαγγελιστρίας στη Σπάρτη , ερήμωσε και ο χρόνος  άρχισε να το ξεστολίζει . Ανάμεσα στ’ άλλα ξεκίνησε να ξεφλουδίζει και τα λέπια του ασβέστη απ’ τον τοίχο . Και τότε το παλιό σύνθημα πάνω στον τοίχο με τα κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα  ξανάρθε στο φως . Η Ιστορία μιας ολόκληρης εποχής ξεπρόβαλλε θριαμβευτικά , γραμμένη απ’ το χέρι ενός Σπαρτιατόπουλου  μέσα στην Κατοχή . Οι περαστικοί διάβαζαν το σύνθημα στον τοίχο αλλά λίγοι έπιαναν το νόημα και καταλάβαιναν τι κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις αράδες . Γι’ αυτούς τους λίγους το παλιό σύνθημα ήταν το εισιτήριο για ένα ταξίδι στο παρελθόν και στην Ιστορία , στις αγωνίες και στους αγώνες , στις δοκιμασίες και στις ελπίδες των ανθρώπων του 1940 .

Περνούσα κι εγώ συχνά από κει , στεκόμουν και το αγνάντευα κι έκανα το ταξίδι . Μια φορά πλησίασα στον τοίχο , άπλωσα το χέρι μου και με μάτια κλειστά άγγιξα εκείνα τα φλογερά κόκκινα γράμματα  . Η ζεστασιά τους έφτασε μέχρι την καρδιά μου και την πυρπόλησε  τόσο , ώστε άθελά μου κοίταξα τα δάχτυλά μου μήπως έβαψαν απ’ την κόκκινη μπογιά . Φωτογράφισα το σύνθημα  και κράτησα τη φωτογραφία φυλαγμένη στο άλμπουμ το παλιό  .

Κι ύστερα ήρθαν οι βάρβαροι . Νέα παιδιά με σπρέι στα χέρια έγραψαν και στους τοίχους του παλιού αυτού σπιτιού τα νέα συνθήματα της εποχής για κάποιες ομάδες ποδοσφαιρικές μαζί με βρισιές και απειλές για τους αντιπάλους . Και μετά ήρθαν οι άλλοι κι έγραψαν νέα συνθήματα  σκεπάζοντας εκείνα των αντιπάλων . Κι έβλεπες πια πάνω στον παλιό τον τοίχο τα ήθη και το ήθος των εποχών . Το ήθος και τα ιδανικά  του ’40 , το ήθος και τα ιδανικά του σήμερα . Απ’ την άλλη μεριά η υγρασία είχε φάει με τα χρόνια  το σοβά της βάσης του σπιτιού , είχε αποκαλύψει τις πέτρες και απειλούσε να ξεφτίσει και το σύνθημα.

Κάποιος άνθρωπος του σπιτιού  ήρθε μετά και μερεμέτισε τις φθορές με καινούριο σοβά και σκέπασε τα συνθήματα στον τοίχο με άσπρη μπογιά . Και χάθηκε το σύνθημα το παλιό συντροφιά με τις αναίδειες του σήμερα . Κάτω από μιαν άσπρη λευκή σοβατισμένη και  κακοβαμμένη νησίδα πάνω στον τοίχο του παλιού σπιτιού κοιμάται σήμερα το σύνθημα κι ονειρεύεται εκείνη την απριλιάτικη νύχτα του 1943 , όταν ένα 13χρονο μελαχρινό παιδί ακούμπησε εκεί μ’ ένα πινέλο βουτηγμένο σε κόκκινη μπογιά τα όνειρα και τις ελπίδες της ζωής του.


Βαγγέλης Μητράκος

«Ένας ίσκιος γλιστράει μέσα στη νύχτα στους έρημους δρόμους της σκλαβωμένης Σπάρτης με χίλιες προφυλάξεις . Κάθε φορά που ακούγονται τα βήματα καμιάς περιπόλου των κατακτητών , ο ίσκιος κολλάει σε καμιά πόρτα ή κρύβεται πίσω από κανένα δέντρο . Έπειτα συνεχίζει το δρόμο του σαν ένα φάντασμα , σαν ένα μυστηριώδες πνεύμα που κατέβηκε από τον άλλο κόσμο άγνωστο για ποιο λόγο .»

Είναι ένα μελαχρινό παιδί δεκατριών περίπου χρονών με όμορφα χαρακτηριστικά , έξυπνα μάτια και νευρώδες σώμα . Το πρόσωπό του φανερώνει ταραχή . Τα ζωηρά μάτια του είναι γεμάτα ανησυχία . Στο αριστερό του χέρι κρατά κρεμασμένο ένα στρογγυλό τενεκεδένιο δοχείο με νωπές κυλίδες από κόκκινη μπογιά στα χείλη του . Μέσα του βρίσκεται βυθισμένο ένα πινέλο με μακριά ξύλινη λαβή .

Ο δρόμος είναι έρημος . Κανένας δεν τολμά να κυκλοφορήσει τη νύχτα . Είναι Απρίλης του 1943 και η βαριά σκιά της Γερμανο-Ιταλικής κατοχής κρέμεται ακόμα πάνω απ’ το κεφάλι της Ελλάδος . Μια αχτίδα φωτός έχει αρχίσει όμως  να ανατέλλει  μέσα στο γεμάτο από βαριά σύννεφα ουρανό του κόσμου : Από τα παρανόμως αποσφραγισμένα ραδιόφωνα οι σκλαβωμένοι λαοί άκουσαν από τους ελεύθερους  ραδιοσταθμούς ότι η πρώτη μεγάλη ήττα των Γερμανών ήρθε στην παγωμένη Ρωσία . Η μάχη του Στάλινγκραντ που κράτησε από τον Ιούλιο του 1942 μέχρι το Φλεβάρη του 1943 γύρισε προς τη μεριά των αγωνιζόμενων Ρώσων . Ο Κόκκινος Στρατός κατόρθωσε να απωθήσει τη Βέρμαχτ και η απαρχή της ήττας των Γερμανών σήμανε . Ο  Γερμανός Στρατηγός Φον Πάουλους αναγκάστηκε στα τέλη του Γενάρη του 1943 να παραδοθεί στον Κόκκινο Στρατό μαζί με 22 Στρατηγούς και 91.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς .  Ήδη οι Γερμανοί υποχωρούν σ’ όλα τα μέτωπα και η τύχη του πολέμου φαίνεται ότι έχει κριθεί .

Η ψυχή του νεαρού Σπαρτιατόπουλου φουσκώνει από την προσμονή της λευτεριάς . Σαν 10χρονο παιδί είχε ζήσει την εποποιία του ’40 . Γιόρτασε με τους συμμαθητές και τους δασκάλους του τις μεγάλες νίκες του ηρωικού στρατού μας στις χιονισμένες κορφές της Πίνδου και της Αλβανίας . Έζησε μετά την πίκρα και την αγωνία της γερμανικής επίθεσης και της τριπλής κατοχής κάτω από την μπότα των Γερμανών , των Ιταλών και των Βουλγάρων . Την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής την  έκανε στην ψυχή του πιο απάλαφρη  η Αντίσταση του Ελληνικού Λαού , που γέμισε τα βουνά με Αντάρτες και τις πόλεις και τα χωριά με Αγωνιστές της Ελευθερίας . Το μικρό Σπαρτιατόπουλο δεν μπορούσε να κάνει άλλο τίποτε παρά να παίρνει του κουβαδάκι  με την κόκκινη μπογιά και το πινέλο και να βγαίνει τα βράδια στην έρημη πόλη γεμίζοντας τους τοίχους με συνθήματα λευτεριάς και αντίστασης . Ο πατέρας του ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και συχνά τον έπαιρνε στα γόνατά του και του περιέγραφε το ελπιδοφόρο αύριο που  καρτερούσε η Ελλάδα και οι Λαοί του κόσμου: Μια νέα κοινωνία , ανθρώπινη , δίκαιη , μια κοινωνία της εργασίας και της προόδου όπου θα είχε καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο .

«Αυτός ο πόλεμος , του ’λεγε , δεν είναι μόνο για να νικηθούν οι Δυνάμεις του Άξονα . Είναι κι ένας πόλεμος των Λαών για να γκρεμίσουμε τα σχέδια της Αντίδρασης και να φτιάξουμε , ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ , το νέο κόσμο της Ειρήνης , της Δικαιοσύνης , της Ισονομίας , της Ισότητας και της Αδερφοσύνης» .

Το παιδί σταματά στη γωνία των οδών Χαμαρέτου και Ευαγγελιστρίας . Μπροστά του ένα μεγάλο αρχοντικό διώροφο σπίτι , με μαρμάρινα μπαλκόνια και μεγάλα πορτοπαράθυρα υψώνεται σκοτεινό μέσα στη νύχτα . Ερημιά παντού . Μόνο τα απόμακρα γαβγίσματα κάποιων σκύλων  κομματιάζουν τη γαλήνη της νύχτας . Χαμογελά . Με χίλιες προφυλάξεις για να μη γίνει αντιληπτός κατευθύνεται προς το σπίτι.

Ο μεγάλος τοίχος προς τη μεριά της Χαμαρέτου είναι ό,τι χρειάζεται για το σκοπό του . Παίρνει το πινέλο στο δεξί του χέρι , το βουτά στην κόκκινη μπογιά , σκουπίζει ελαφρά την άκρη του στα χείλη του τενεκεδένιου κουτιού κι ύστερα αρχίζει να γράφει , με ωραία καλλιγραφικά γράμματα το σύνθημα στον τοίχο:

«Πρωτοπόρος των δυνάμεων
της προόδου o Κόκκινος Στρατός
γκρεμίζει τα σχέδια  της αντίδρασης»

Βάζει το πινέλο πάλι μέσα στο τενεκεδάκι και απομακρύνεται λίγο . Κοιτάζει το νωπογραμμένο σύνθημα στον τοίχο κάτω από την αστροφεγγιά . Κανένα λάθος . Τα γράμματα ωραία και στοιχημένα στην αράδα τους . Και η μπογιά δεν έτρεξε καθόλου. Χαμογελά ικανοποιημένο . Ξαφνικά ακούγονται βήματα βαριά να κατεβαίνουν την Ευαγγελιστρίας . Κολλάει πρώτα στον τοίχο . Ελέγχει με μια γρήγορη ματιά το δρόμο . Ύστερα μ’ ένα γρήγορα τρέξιμο , ορμά προς την  οδό Λυκούργου , στρίβει σαν αέρας στη γωνία αριστερά κι εξαφανίζεται μες στο σκοτάδι.

Τα χρόνια πέρασαν . Ήρθε η Λευτεριά στα 1944 μα τα δώρα της για τους Έλληνες ήταν πικρά . Ο εμφύλιος σπαραγμός κόστισε στην Ελλάδα πιο πολύ κι από το αίμα που έχυσαν οι κατακτητές . Κι όταν τέλειωσε , άφησε μιαν Ελλάδα διχασμένη που οι πληγές της ακόμα και σήμερα δεν έχουν κλείσει . Τα όνειρα με τα οποία πότισε εκείνος  ο πατέρας το Σπαρτιατόπουλο για τον αυριανό κόσμο έμειναν όνειρα . Οι Γερμανοί νικήθηκαν αλλά η Αντίδραση όχι . Σήμερα είναι τόσο δυνατή όσο ποτέ και βουλιάζει τους Λαούς , μαζί και τους Έλληνες , σε μια βαθιά δυστυχία ίδια και χειρότερη μ’ εκείνη της εποχής του πολέμου και της κατοχής .

Ποιος ξέρει τι να απέγινε εκείνο το Σπαρτιατόπουλο και τι να απέγιναν και τα όνειρά του . Ποιος ξέρει ποιο ήταν τ’ όνομά του και ποιος ήταν ο δρόμος της ζωής του και η μοίρα του . Μπορεί , λέω , να ήταν ο Μικρός Ήρως , ο Γιώργος Θαλάσσης , το θρυλικό Παιδί Φάντασμα , που μαζί με την Κατερίνα και το Σπίθα αφιέρωσε τη ζωή του στην αντίσταση εναντίον των κατακτητών και μπορεί , λέω , να είχε βρεθεί στη Σπάρτη σε αποστολή από το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής . Ποιος μπορεί να ξέρει ; Πάντως , το σύνθημα στον τοίχο έμεινε γραμμένο για λίγον καιρό , όσο κράτησε η χαρά της Νίκης και της Ελευθερίας . Μετά , όταν άρχισε ο Εμφύλιος , ο νοικοκύρης του σπιτιού (προνοητικός και φρόνιμος) μπογιάτισε το σπίτι με ασβέστη χρωματισμένο με ώχρα πορτοκαλιά και το σύνθημα σκεπάστηκε . Τα χρόνια πέρασαν . Ήρθε καιρός που το παλιό πανέμορφο αρχοντικό , εκεί στη γωνία Χαμαρέτου και Ευαγγελιστρίας στη Σπάρτη , ερήμωσε και ο χρόνος  άρχισε να το ξεστολίζει . Ανάμεσα στ’ άλλα ξεκίνησε να ξεφλουδίζει και τα λέπια του ασβέστη απ’ τον τοίχο . Και τότε το παλιό σύνθημα πάνω στον τοίχο με τα κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα  ξανάρθε στο φως . Η Ιστορία μιας ολόκληρης εποχής ξεπρόβαλλε θριαμβευτικά , γραμμένη απ’ το χέρι ενός Σπαρτιατόπουλου  μέσα στην Κατοχή . Οι περαστικοί διάβαζαν το σύνθημα στον τοίχο αλλά λίγοι έπιαναν το νόημα και καταλάβαιναν τι κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις αράδες . Γι’ αυτούς τους λίγους το παλιό σύνθημα ήταν το εισιτήριο για ένα ταξίδι στο παρελθόν και στην Ιστορία , στις αγωνίες και στους αγώνες , στις δοκιμασίες και στις ελπίδες των ανθρώπων του 1940 .

Περνούσα κι εγώ συχνά από κει , στεκόμουν και το αγνάντευα κι έκανα το ταξίδι . Μια φορά πλησίασα στον τοίχο , άπλωσα το χέρι μου και με μάτια κλειστά άγγιξα εκείνα τα φλογερά κόκκινα γράμματα  . Η ζεστασιά τους έφτασε μέχρι την καρδιά μου και την πυρπόλησε  τόσο , ώστε άθελά μου κοίταξα τα δάχτυλά μου μήπως έβαψαν απ’ την κόκκινη μπογιά . Φωτογράφισα το σύνθημα  και κράτησα τη φωτογραφία φυλαγμένη στο άλμπουμ το παλιό  .

Κι ύστερα ήρθαν οι βάρβαροι . Νέα παιδιά με σπρέι στα χέρια έγραψαν και στους τοίχους του παλιού αυτού σπιτιού τα νέα συνθήματα της εποχής για κάποιες ομάδες ποδοσφαιρικές μαζί με βρισιές και απειλές για τους αντιπάλους . Και μετά ήρθαν οι άλλοι κι έγραψαν νέα συνθήματα  σκεπάζοντας εκείνα των αντιπάλων . Κι έβλεπες πια πάνω στον παλιό τον τοίχο τα ήθη και το ήθος των εποχών . Το ήθος και τα ιδανικά  του ’40 , το ήθος και τα ιδανικά του σήμερα . Απ’ την άλλη μεριά η υγρασία είχε φάει με τα χρόνια  το σοβά της βάσης του σπιτιού , είχε αποκαλύψει τις πέτρες και απειλούσε να ξεφτίσει και το σύνθημα.

Κάποιος άνθρωπος του σπιτιού  ήρθε μετά και μερεμέτισε τις φθορές με καινούριο σοβά και σκέπασε τα συνθήματα στον τοίχο με άσπρη μπογιά . Και χάθηκε το σύνθημα το παλιό συντροφιά με τις αναίδειες του σήμερα . Κάτω από μιαν άσπρη λευκή σοβατισμένη και  κακοβαμμένη νησίδα πάνω στον τοίχο του παλιού σπιτιού κοιμάται σήμερα το σύνθημα κι ονειρεύεται εκείνη την απριλιάτικη νύχτα του 1943 , όταν ένα 13χρονο μελαχρινό παιδί ακούμπησε εκεί μ’ ένα πινέλο βουτηγμένο σε κόκκινη μπογιά τα όνειρα και τις ελπίδες της ζωής του.


Βαγγέλης Μητράκος

Η APELA προτείνει

image

Eτικέτες :
images Άρθρα
11-02-2025

Ο παπα - Κώστας!