«Δεν Ξεχνώ» - Πέθανε ο φονιάς του Σολωμού
Μοιράσου το άρθρο:
20-01-2023
Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος
Οφείλουμε να σεβόμαστε τους νεκρούς, αλλά ο σεβασμός κερδίζεται εν ζωή. Κι ο απόστρατος τούρκος αντιστράτηγος Κουντακτσί, γνωστός ως «Ταμπουραλί Πασάς», που πέθανε σε νοσοκομείο, στις 16 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 86 ετών, δεν τον κέρδισε ούτε τον δικαιούται τον σεβασμό αυτόν, αφού (μεταξύ άλλων) με δική του διαταγή δολοφονήθηκε, εν ψυχρώ, ο Ελληνο - Κύπριος Ήρωας και Μάρτυρας της Ελευθερίας Σολωμός Σολωμού (Αμμόχωστος 1969-Δερύνεια Αμμοχώστου 14 Αυγούστου 1996).
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε: «Ας πάει στον αγύριστο» κι ας βρει στον άλλον κόσμο την αιώνια κόλαση που του αξίζει.
Ο Κουντακτσί ήταν διοικητής στην κατεχόμενη Δερύνεια της Κύπρου, όταν , τον Αύγουστο του 1996, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Ευρωπαίοι μοτοσικλετιστές συγκεντρώθηκαν, για να διαμαρτυρηθούν για την τουρκική κατοχή και να αποτίσουν φόρο τιμής στον άλλο Ελληνο-Κύπριο Ήρωα, τον Τάσο Ισαάκ που δολοφονήθηκε βάναυσα (κι αυτός στη Δερύνεια) στις 11 Αυγούστου 1996, κατά τη διάρκεια διεθνούς μοτοπορείας διαμαρτυρίας για την κατοχή του νησιού.
Την ημέρα της κηδείας του Τάσου Ισαάκ, στις 14 Αυγούστου 1996, ημέρα μνήμης της κατάληψης της Αμμοχώστου, οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το οδόφραγμα της Δερύνειας, για να εναποθέσουν στεφάνια και λουλούδια στον χώρο της δολοφονίας του Tάσου Ισαάκ. Η σκηνή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, όταν εμφανίστηκε οι «γκρίζοι λύκοι»» και άρχισαν τις προκλήσεις και τον πετροπόλεμο κατά των Ελλήνων διαδηλωτών.
Ξαφνικά, ένα μαυροντυμένο παλικάρι, ο Σολωμός Σολωμού, με το αναμμένο τσιγάρο του στο στόμα, ξεπετάχτηκε μπροστά από τους διαδηλωτές λέγοντας: «Εγώ πηγαίνω να κατεβάσω το πανί».
Ξέφυγε από τους φίλους του και τους Κυανόκρανους του ΟΗΕ που προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, πέρασε στη νεκρή ζώνη κι άρχισε να σκαρφαλώνει στον ιστό της τουρκικής σημαίας, μπροστά από το τουρκικό φυλάκιο, για να την κατεβάσει.
Ήταν τότε που ο Κουντακτσί, ο οποίος, μαζί με επιτελείς και στρατιώτες, παρακολουθούσε την σκηνή από τον εξώστη παρακείμενου οικήματος, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε «διαταγή πυροβολισμού». Σε εκτέλεση της διαταγής ο Κενάν Ακίν, έποικος, πρώην αξιωματικός του τουρκικού στρατού, υπουργός του ψευδοκράτους και πράκτορας των τουρκικών μυστικών δυνάμεων, σήκωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά του άοπλου Σολωμού Σολωμού, ο οποίος έπεσε νεκρός στη βάση του ιστού, χτυπημένος από τρεις σφαίρες, στο λαιμό, στο στόμα και στο στομάχι.
Οι δολοφόνοι έμειναν, φυσικά, ατιμώρητοι. Ο Ελληνισμός συγκλονίστηκε και η παγκόσμια κοινή γνώμη είδε ξεκάθαρα το «ποιόν» των τούρκων κατακτητών, αυτών που οι ΗΠΑ, ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη ανέχονται, «χαϊδεύουν, μαυλίζουν και «ξεσκονίζουν», για να υπηρετήσουν τους γεω-στρατηγικούς σκοπούς και τα συμφέροντά τους, πάνω από τα μνήματα των θυμάτων των γενοκτονιών αλλά και των δολοφονιών που διαχρονικά έχουν διαπράξει οι τούρκοι.
Κι ενώ ο τούρκος δολοφόνος, ο Κουντακτσί, θα μείνει στην ιστορική μνήμη ως ένας δειλός και άτιμος φονιάς, ο Σολωμός Σολωμού κέρδισε την αιώνια μνήμη και την αμάραντη δόξα και θα μείνει, για πάντα, ένα εθνικό σύμβολο, που θα θυμίζει στους Κύπριους Αδελφούς μας αλλά και στη Μητέρα Ελλάδα (που πολλά, δυστυχώς, καταπίνουν αμάσητα) πως τίποτε δεν χαρίζεται χωρίς αγώνα και θυσία.
«Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι»
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε: «Ας πάει στον αγύριστο» κι ας βρει στον άλλον κόσμο την αιώνια κόλαση που του αξίζει.
Ο Κουντακτσί ήταν διοικητής στην κατεχόμενη Δερύνεια της Κύπρου, όταν , τον Αύγουστο του 1996, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Ευρωπαίοι μοτοσικλετιστές συγκεντρώθηκαν, για να διαμαρτυρηθούν για την τουρκική κατοχή και να αποτίσουν φόρο τιμής στον άλλο Ελληνο-Κύπριο Ήρωα, τον Τάσο Ισαάκ που δολοφονήθηκε βάναυσα (κι αυτός στη Δερύνεια) στις 11 Αυγούστου 1996, κατά τη διάρκεια διεθνούς μοτοπορείας διαμαρτυρίας για την κατοχή του νησιού.
Την ημέρα της κηδείας του Τάσου Ισαάκ, στις 14 Αυγούστου 1996, ημέρα μνήμης της κατάληψης της Αμμοχώστου, οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το οδόφραγμα της Δερύνειας, για να εναποθέσουν στεφάνια και λουλούδια στον χώρο της δολοφονίας του Tάσου Ισαάκ. Η σκηνή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, όταν εμφανίστηκε οι «γκρίζοι λύκοι»» και άρχισαν τις προκλήσεις και τον πετροπόλεμο κατά των Ελλήνων διαδηλωτών.
Ξαφνικά, ένα μαυροντυμένο παλικάρι, ο Σολωμός Σολωμού, με το αναμμένο τσιγάρο του στο στόμα, ξεπετάχτηκε μπροστά από τους διαδηλωτές λέγοντας: «Εγώ πηγαίνω να κατεβάσω το πανί».
Ξέφυγε από τους φίλους του και τους Κυανόκρανους του ΟΗΕ που προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, πέρασε στη νεκρή ζώνη κι άρχισε να σκαρφαλώνει στον ιστό της τουρκικής σημαίας, μπροστά από το τουρκικό φυλάκιο, για να την κατεβάσει.
Ήταν τότε που ο Κουντακτσί, ο οποίος, μαζί με επιτελείς και στρατιώτες, παρακολουθούσε την σκηνή από τον εξώστη παρακείμενου οικήματος, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε «διαταγή πυροβολισμού». Σε εκτέλεση της διαταγής ο Κενάν Ακίν, έποικος, πρώην αξιωματικός του τουρκικού στρατού, υπουργός του ψευδοκράτους και πράκτορας των τουρκικών μυστικών δυνάμεων, σήκωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά του άοπλου Σολωμού Σολωμού, ο οποίος έπεσε νεκρός στη βάση του ιστού, χτυπημένος από τρεις σφαίρες, στο λαιμό, στο στόμα και στο στομάχι.
Οι δολοφόνοι έμειναν, φυσικά, ατιμώρητοι. Ο Ελληνισμός συγκλονίστηκε και η παγκόσμια κοινή γνώμη είδε ξεκάθαρα το «ποιόν» των τούρκων κατακτητών, αυτών που οι ΗΠΑ, ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη ανέχονται, «χαϊδεύουν, μαυλίζουν και «ξεσκονίζουν», για να υπηρετήσουν τους γεω-στρατηγικούς σκοπούς και τα συμφέροντά τους, πάνω από τα μνήματα των θυμάτων των γενοκτονιών αλλά και των δολοφονιών που διαχρονικά έχουν διαπράξει οι τούρκοι.
Κι ενώ ο τούρκος δολοφόνος, ο Κουντακτσί, θα μείνει στην ιστορική μνήμη ως ένας δειλός και άτιμος φονιάς, ο Σολωμός Σολωμού κέρδισε την αιώνια μνήμη και την αμάραντη δόξα και θα μείνει, για πάντα, ένα εθνικό σύμβολο, που θα θυμίζει στους Κύπριους Αδελφούς μας αλλά και στη Μητέρα Ελλάδα (που πολλά, δυστυχώς, καταπίνουν αμάσητα) πως τίποτε δεν χαρίζεται χωρίς αγώνα και θυσία.
«Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι»
Οφείλουμε να σεβόμαστε τους νεκρούς, αλλά ο σεβασμός κερδίζεται εν ζωή. Κι ο απόστρατος τούρκος αντιστράτηγος Κουντακτσί, γνωστός ως «Ταμπουραλί Πασάς», που πέθανε σε νοσοκομείο, στις 16 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 86 ετών, δεν τον κέρδισε ούτε τον δικαιούται τον σεβασμό αυτόν, αφού (μεταξύ άλλων) με δική του διαταγή δολοφονήθηκε, εν ψυχρώ, ο Ελληνο - Κύπριος Ήρωας και Μάρτυρας της Ελευθερίας Σολωμός Σολωμού (Αμμόχωστος 1969-Δερύνεια Αμμοχώστου 14 Αυγούστου 1996).
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε: «Ας πάει στον αγύριστο» κι ας βρει στον άλλον κόσμο την αιώνια κόλαση που του αξίζει.
Ο Κουντακτσί ήταν διοικητής στην κατεχόμενη Δερύνεια της Κύπρου, όταν , τον Αύγουστο του 1996, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Ευρωπαίοι μοτοσικλετιστές συγκεντρώθηκαν, για να διαμαρτυρηθούν για την τουρκική κατοχή και να αποτίσουν φόρο τιμής στον άλλο Ελληνο-Κύπριο Ήρωα, τον Τάσο Ισαάκ που δολοφονήθηκε βάναυσα (κι αυτός στη Δερύνεια) στις 11 Αυγούστου 1996, κατά τη διάρκεια διεθνούς μοτοπορείας διαμαρτυρίας για την κατοχή του νησιού.
Την ημέρα της κηδείας του Τάσου Ισαάκ, στις 14 Αυγούστου 1996, ημέρα μνήμης της κατάληψης της Αμμοχώστου, οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το οδόφραγμα της Δερύνειας, για να εναποθέσουν στεφάνια και λουλούδια στον χώρο της δολοφονίας του Tάσου Ισαάκ. Η σκηνή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, όταν εμφανίστηκε οι «γκρίζοι λύκοι»» και άρχισαν τις προκλήσεις και τον πετροπόλεμο κατά των Ελλήνων διαδηλωτών.
Ξαφνικά, ένα μαυροντυμένο παλικάρι, ο Σολωμός Σολωμού, με το αναμμένο τσιγάρο του στο στόμα, ξεπετάχτηκε μπροστά από τους διαδηλωτές λέγοντας: «Εγώ πηγαίνω να κατεβάσω το πανί».
Ξέφυγε από τους φίλους του και τους Κυανόκρανους του ΟΗΕ που προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, πέρασε στη νεκρή ζώνη κι άρχισε να σκαρφαλώνει στον ιστό της τουρκικής σημαίας, μπροστά από το τουρκικό φυλάκιο, για να την κατεβάσει.
Ήταν τότε που ο Κουντακτσί, ο οποίος, μαζί με επιτελείς και στρατιώτες, παρακολουθούσε την σκηνή από τον εξώστη παρακείμενου οικήματος, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε «διαταγή πυροβολισμού». Σε εκτέλεση της διαταγής ο Κενάν Ακίν, έποικος, πρώην αξιωματικός του τουρκικού στρατού, υπουργός του ψευδοκράτους και πράκτορας των τουρκικών μυστικών δυνάμεων, σήκωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά του άοπλου Σολωμού Σολωμού, ο οποίος έπεσε νεκρός στη βάση του ιστού, χτυπημένος από τρεις σφαίρες, στο λαιμό, στο στόμα και στο στομάχι.
Οι δολοφόνοι έμειναν, φυσικά, ατιμώρητοι. Ο Ελληνισμός συγκλονίστηκε και η παγκόσμια κοινή γνώμη είδε ξεκάθαρα το «ποιόν» των τούρκων κατακτητών, αυτών που οι ΗΠΑ, ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη ανέχονται, «χαϊδεύουν, μαυλίζουν και «ξεσκονίζουν», για να υπηρετήσουν τους γεω-στρατηγικούς σκοπούς και τα συμφέροντά τους, πάνω από τα μνήματα των θυμάτων των γενοκτονιών αλλά και των δολοφονιών που διαχρονικά έχουν διαπράξει οι τούρκοι.
Κι ενώ ο τούρκος δολοφόνος, ο Κουντακτσί, θα μείνει στην ιστορική μνήμη ως ένας δειλός και άτιμος φονιάς, ο Σολωμός Σολωμού κέρδισε την αιώνια μνήμη και την αμάραντη δόξα και θα μείνει, για πάντα, ένα εθνικό σύμβολο, που θα θυμίζει στους Κύπριους Αδελφούς μας αλλά και στη Μητέρα Ελλάδα (που πολλά, δυστυχώς, καταπίνουν αμάσητα) πως τίποτε δεν χαρίζεται χωρίς αγώνα και θυσία.
«Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι»
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε: «Ας πάει στον αγύριστο» κι ας βρει στον άλλον κόσμο την αιώνια κόλαση που του αξίζει.
Ο Κουντακτσί ήταν διοικητής στην κατεχόμενη Δερύνεια της Κύπρου, όταν , τον Αύγουστο του 1996, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Ευρωπαίοι μοτοσικλετιστές συγκεντρώθηκαν, για να διαμαρτυρηθούν για την τουρκική κατοχή και να αποτίσουν φόρο τιμής στον άλλο Ελληνο-Κύπριο Ήρωα, τον Τάσο Ισαάκ που δολοφονήθηκε βάναυσα (κι αυτός στη Δερύνεια) στις 11 Αυγούστου 1996, κατά τη διάρκεια διεθνούς μοτοπορείας διαμαρτυρίας για την κατοχή του νησιού.
Την ημέρα της κηδείας του Τάσου Ισαάκ, στις 14 Αυγούστου 1996, ημέρα μνήμης της κατάληψης της Αμμοχώστου, οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το οδόφραγμα της Δερύνειας, για να εναποθέσουν στεφάνια και λουλούδια στον χώρο της δολοφονίας του Tάσου Ισαάκ. Η σκηνή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, όταν εμφανίστηκε οι «γκρίζοι λύκοι»» και άρχισαν τις προκλήσεις και τον πετροπόλεμο κατά των Ελλήνων διαδηλωτών.
Ξαφνικά, ένα μαυροντυμένο παλικάρι, ο Σολωμός Σολωμού, με το αναμμένο τσιγάρο του στο στόμα, ξεπετάχτηκε μπροστά από τους διαδηλωτές λέγοντας: «Εγώ πηγαίνω να κατεβάσω το πανί».
Ξέφυγε από τους φίλους του και τους Κυανόκρανους του ΟΗΕ που προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, πέρασε στη νεκρή ζώνη κι άρχισε να σκαρφαλώνει στον ιστό της τουρκικής σημαίας, μπροστά από το τουρκικό φυλάκιο, για να την κατεβάσει.
Ήταν τότε που ο Κουντακτσί, ο οποίος, μαζί με επιτελείς και στρατιώτες, παρακολουθούσε την σκηνή από τον εξώστη παρακείμενου οικήματος, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε «διαταγή πυροβολισμού». Σε εκτέλεση της διαταγής ο Κενάν Ακίν, έποικος, πρώην αξιωματικός του τουρκικού στρατού, υπουργός του ψευδοκράτους και πράκτορας των τουρκικών μυστικών δυνάμεων, σήκωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά του άοπλου Σολωμού Σολωμού, ο οποίος έπεσε νεκρός στη βάση του ιστού, χτυπημένος από τρεις σφαίρες, στο λαιμό, στο στόμα και στο στομάχι.
Οι δολοφόνοι έμειναν, φυσικά, ατιμώρητοι. Ο Ελληνισμός συγκλονίστηκε και η παγκόσμια κοινή γνώμη είδε ξεκάθαρα το «ποιόν» των τούρκων κατακτητών, αυτών που οι ΗΠΑ, ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη ανέχονται, «χαϊδεύουν, μαυλίζουν και «ξεσκονίζουν», για να υπηρετήσουν τους γεω-στρατηγικούς σκοπούς και τα συμφέροντά τους, πάνω από τα μνήματα των θυμάτων των γενοκτονιών αλλά και των δολοφονιών που διαχρονικά έχουν διαπράξει οι τούρκοι.
Κι ενώ ο τούρκος δολοφόνος, ο Κουντακτσί, θα μείνει στην ιστορική μνήμη ως ένας δειλός και άτιμος φονιάς, ο Σολωμός Σολωμού κέρδισε την αιώνια μνήμη και την αμάραντη δόξα και θα μείνει, για πάντα, ένα εθνικό σύμβολο, που θα θυμίζει στους Κύπριους Αδελφούς μας αλλά και στη Μητέρα Ελλάδα (που πολλά, δυστυχώς, καταπίνουν αμάσητα) πως τίποτε δεν χαρίζεται χωρίς αγώνα και θυσία.
«Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι»