notification icon
Θα θέλατε να σας ενημερώνουμε για τα έκτακτα γεγονότα ;

Ντόκτορ Νικόλας

slider_image

Μοιράσου το άρθρο:

17-05-2022

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

-Βαρύυυυυυυυ γλυκόοοοοοο!!!

Όσοι διάβαιναν τους δρόμους της Σπάρτης, στα παλιότερα χρόνια, χαμογελούσαν όταν άκουγαν αυτή την ουρανομήκη κραυγή. Ήξεραν (γιατί κι αυτοί ίσως το είχαν κάνει κάποια στιγμή) πως κάποιος, για να σπάσει πλάκα, ρώτησε τον «Ντόκτορ Νικόλα»:


-Πώς τον πίνεις τον καφέ;

Και η άμεση απάντηση του «Ντόκτορ Νικόλα» ήταν:


-Βαρύυυυυυυυ γλυκόοοοοοο!!!

Εκατό φορές, συνεχόμενες, κι αν τον ρωτούσες, εκατό φορές, συνεχόμενες, θα έπαιρνες με τον ίδιο τρόπο, την ίδια απάντηση.

Ο «Ντόκτορ Νικόλας» ήταν μια πολύ συμπαθητική, ξεχωριστή και γραφική φυσιογνωμία της παλιάς Σπάρτης. Ήταν από κείνους τους ανθρώπους  που για κάποιο λόγο «αποφασίζουν» να σκέφτονται, να ζουν και να φέρονται έξω από την «κανονικότητα», από τον τρόπο ζωής και σκέψης των πολλών, άνθρωποι, που αφήνουν το δρόμο που περπατούν οι άλλοι και διαλέγουν το δικό τους μοναχικό και μυστήριο για μας (αλλά γι’ αυτούς «όχι») δρόμο. Εμείς, οι «φυσιολογικοί», τους κολλάμε, εύκολα και απροβλημάτιστα, στην πλάτη, την ταμπέλα του «τρελού» και όλα παίρνουν τον δρόμο τους: «Εμείς όπως βαδίζουμε και ο «τρελός» ανάποδα», παραδομένος στη χλεύη, στη γελοιοποίηση, στη δυστυχία, στην περιφρόνηση και στην απομόνωση, όταν δεν του έχουν κρατήσει μια καλή θέση για το άσυλο.

 «(…) κάθε φορά που το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή οι κοινωνικοί μηχανισμοί, έρχονται να οριοθετήσουν το άτομο μέσα από την λειτουργία τους η οποία θεωρείται “φυσιολογική”, απαιτούν από αυτό την υποταγή και την προσαρμογή. Για οποιοδήποτε άτομο που εκφράζει τις αντιρρήσεις του σε αυτόν τον εξαναγκασμό, οι αντιρρήσεις αυτές, η άρνηση να δεχτεί αυτό που έχει προαποφασιστεί, μπορεί πολύ εύκολα να θεωρηθεί σαν “μη φυσιολογική”. Τότε η άρνηση, ορίζεται από την κοινωνική ομάδα σαν “ψυχική ασθένεια”, η οποία, πρέπει να ξέρουμε, ότι παίρνει πολλές μορφές, που ξεκινάνε από την καταστροφική παθητικότητα μέχρι την καταστροφική επιθετικότητα. (…) Εάν η τρέλα θεωρείται το “μη φυσιολογικό”, τότε (η τρέλα) είναι μια κοινωνική κατασκευή που στοχεύει το άτομο που αρνείται την αποδοχή όρων, οι οποίοι, όπως είπα και πάρα πάνω, το απομακρύνουν από τις επιθυμίες του και από τον έλεγχο της ζωής του.(…)»

Κερεντζής Λάμπρος, Ψυχολόγος - Ψυχοπαιδαγωγός, Οικογενειακός Θεραπευτής, «Η τρέλα είναι μια κοινωνική κατασκευή», 28 Μαρτίου 2015

Πότε εμφανίστηκε στη Σπάρτη ο «Ντόκτορ Νικόλας» δεν έχει διασωθεί. Το πιθανότερο είναι να κατέβηκε στη Σπάρτη από το χωριό του, το Γεωργίτσι, κάπου στις αρχές της 10ετίας του ’50, όταν, μετά το τέλος του Εμφυλίου, άρχισαν να «αδειάζουν» τα χωριά μας και να «γεμίζουν» οι πρωτεύουσες. Ούτε ξέρει ή διέσωσε κανένας ποιους δικούς του ανθρώπους είχε και πώς βρέθηκε στην «άλλη πλευρά». Μια φήμη που τον ακολουθούσε και αναπαραγόταν έλεγε πως ο «Ντόκτορ Νικόλας» ήταν καλός και έξυπνος μαθητής και πως σπούδαζε γιατρός ( εξ ου και το «Ντόκτορ») μέχρι που η απογοήτευση και η λύπη από έναν βαθύ και μεγάλο έρωτα τον οδήγησαν να γίνει ο «τρελός» της Σπάρτης, ο «Ντόκτορ Νικόλας». Άλλοι έλεγαν πως τρελάθηκε εξαιτίας της ρήξης με τον πατέρα του που θύμωνε και  γκρίνιαζε για τα υπέρογκα έξοδά του όταν σπούδαζε και άλλοι ισχυρίζονταν πως «τον τρέλαναν τα γράμματα». Όποια κι αν ήταν η αιτία (άλλωστε ποια σημασία θα είχε;) ο Ντόκτορ Νικόλας την κράτησε για τον εαυτό του.

Δουλειά δεν έκανε, ποτέ, καμιά ο Ντόκτορ Νικόλας. Απ’ το πρωί ως το βράδυ, με βήμα γοργό σαν κάποιος να τον κυνηγούσε, διάβαινε τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και την πλατεία της Σπάρτης φωνάζοντας: «βαρύυυυ γλυκόοοο» όταν περιπαιχτικά τον ρωτούσαν «Νικόλα, πώς τον πίνεις τον καφέ;» και λέγοντας στιχάκια κατά παραγγελία. Γιατί ο Ντόκτορ Νικόλας είχε αποθηκευμένο στο μυαλό του έναν μεγάλο αριθμό (πάνω από 100) στίχων και ποιημάτων δικών του, τα οποία απήγγελλε αριθμημένα. Δηλαδή, έφτανε κάποιος να του πει: «Πες, Νικόλα, το 59…» (ας πούμε), για ν’ αρχίσει να απαγγέλλει το υπ’ αριθμ. 59 ποίημα με δυνατή φωνή. Το θαυμαστό είναι πως, πάντα, όταν του «παρήγγελλες» αριθμημένο ποίημα, έλεγε ακριβώς το ίδιο, σημάδι πως τα είχε αποστηθίσει  με βάση τον αριθμό, που είχε δώσει στο καθένα μέσα στο μυαλό του. Όσες φορές κι αν είχαν προσπαθήσει να τον μπερδέψουν, ο Ντόκτορ Νικόλας δε λάθεψε ποτέ. Έλεγε, πάντα, το ίδιο ποίημα, αυτό που αντιστοιχούσε στον συγκεκριμένο αριθμό. Πότε και πώς στιχούργησε αυτά τα ποιήματα και πώς τα απομνημόνευσε με αυτή τη σειρά δεν έμαθε ποτέ κανένας. Σίγουρα, είναι κάτι, που δείχνει ότι, πράγματι, ο Ντόκτορ Νικόλας είχε κάποτε ένα δυνατό μυαλό.

Βέβαια, τα ποιήματα του «Ντόκτορ Νικόλα» ήταν κυρίως περιπαικτικά, υβριστικά και (τα περισσότερα) τολμηρά, έξυπνα όμως, που προκαλούσαν γέλια μέχρι δακρύων και που αρκετοί Σπαρτιάτες είχαν αποστηθίσει πολλά απ’ αυτά και τα αναπαρήγαγαν στις παρέες και αλλού:

«Ένα …. στην αχλαδιά
Κι ο ….. από κάτω
Χίλιες μετάνοιες έκανε
…. , κατέβα κάτω.
Δεν κατεβαίνω ……,
γιατ’ είσαι σκανταλιάρης
Και σκανταλεύεις τα ….
Και τα ξεχαρβαλώνεις!»

Μερικοί του έδιναν για ανταμοιβή κάποια «ψιλά», αλλά ο Ντόκτορ Νικόλας είχε κάνει και σταθερούς φίλους, τους οποίους επισκεπτόταν καθημερινά και του έδιναν χαρτζιλίκι. Μόνο που ο Ντόκτορ Νικόλας είχε ένα «κόλλημα»: Αν του έδιναν τα λεφτά λέγοντάς του «δανεικά», αρνιότανε να τα πάρει και τότε γινότανε ολόκληρη «διαπραγμάτευση» (για να σπάσουν πλάκα οι «δανειστές», φυσικά) μέχρι να τα δεχτεί ως όχι ως «δανεικά» αλλά ως «ελεημοσύνη». Μόλις άκουγε τη λέξη αυτή, έπαιρνε τα λεφτά, τα έβαζε στην τσέπη του κι έφευγε γι’ αλλού.

Τον θυμάμαι, όταν ερχότανε σε έναν απ’ αυτούς τους σταθερούς φίλους του, στον θείο μου τον Θύμιο Κοντοέ, που είχε το υπόγειο τσαγκάρικο στην Ευαγγελιστρίας. Όταν κατέβαινε κάτω ο μαστρο-Θύμιος ξεκρέμαγε ένα ψεύτικο πιστολάκι (παιδικό παιχνίδι) κι έκανε ότι τον σημαδεύει. Τότε ο Ντόκτορ Νικόλας, φώναζε δυνατά:


«Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις»;

Ήταν ένα παιχνίδι που το είχε αποδεχτεί και ήτανε φανερό ότι το ’παιζε γιατί του άρεσε αλλά και για να ευχαριστήσει τον φίλο του τον Θύμιο. Ύστερα, έπαιρνε το χαρτζιλίκι του κι έφευγε.

Ντυμένος, πάντα, χειμώνα - καλοκαίρι, με σακάκι ή παλτό (ελεημοσύνη κάποιων νοικοκυραίων) και με το χαρακτηριστικό πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι του που δεν αποχωρίστηκε ποτέ, ο Ντόκτορ Νικόλας ήταν το αλάτι και το πιπέρι μιας άνοστης (εν πολλοίς) ζωής. Μόνο που οι «λογικοί» της Σπάρτης ξεπέρναγαν πολλές φορές τα εσκαμμένα και τον ανάγκαζαν να ξεπερνά τα όρια που ο ίδιος έβαζε στον εαυτό του, επιδεινώνοντας συνάμα και το πρόβλημα που είχε και τη διαφορετικότητά του.

Έγραψε στα 1966, ο αείμνηστος δημοσιογράφος Ανδρέας Χιώτης στην εφημερίδα του «Λακωνικός Κήρυξ», για τον «Ντόκτορ Νικόλα»:

«Όλο και λιγοστεύουν οι πασίγνωστοι «τύποι» της Σπάρτης. Πάει ο συμπαθέστατος «Χαλουλάκος» πάει κι ο ταλαίπωρος ο «Κόνστινσον». Τους ξέκανε και τους δυο ο περσινός βαρύς χειμώνας. Κι έχει μείνει, μόνος σχεδόν τώρα, ο εκπληκτικός… αρθρομνήμων Δόκτωρ Νικόλας, ο από Γεωργιτσίου.

Ήταν ο δυστυχής ένα ήσυχο βασανισμένο ανθρωπάκι, που κανένα δεν ενοχλούσε. Διασκέδαζε μονάχα μικρούς και μεγάλους με τον μοναδικό «εμπιστευτικό κώδικά» του. Τώρα τον έχουν αποτρελάνει κι αυτόν. Λέγοντάς του πως είναι κατάσκοπος, τον κάνουν θηρίο σωστό και τον αναγκάζουν να φωνάζη και να βρίζη σ’ όλους τους τόνους, μέχρι που βραχνιάζει!

Το δράμα του αξιολύπητου αυτού ανθρωπάκου πρέπει πια να σταματήσει. Ή να τον κλείσουν σ’ ένα άσυλο, ή, το σωστότερο, να κλείσουν στο φρέσκο μερικούς απ’ αυτούς που τον πειράζουν. Έτσι θα απαλλαγή και ο ατυχής «Δόκτωρ» και εμείς οι άλλοι που δεν χρωστάμε τίποτα ν’ ακούμε χυδαίες βρισιές μέσα στους δρόμους, προς τέρψιν μερικών ασυνείδητων.

Λακωνικός Κήρυξ, 11 Σεπτεμβρίου 1966

Ένας από τους ειλικρινείς, καλούς και σταθερούς φίλους του «Ντόκτορ Νικόλα» ήταν ο Βασίλης Γεροντίδης (φίλος και συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο Αρρένων) που διατηρούσε πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, πρώτα στην Ευαγγελιστρίας και μετά στη Μενελάου. «Ψυχούλα» ο Βασίλης, αγαπούσε και συμμεριζόταν τον Ντόκτορ Νικόλα, του συμπαραστεκόταν υλικά (όσο μπορούσε) και στο πρακτορείο του ο Ντόκτορ Νικόλας  εύρισκε γαλήνη, ασφάλεια, ηρεμία και σιγουριά, γιατί ένιωθε πως ήταν σε ένα περιβάλλον δικό του, κοντά σε ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον αποδέχονταν. Κάποια στιγμή, ο Βασίλης Γεροντίδης δημοσίευσε στο διαδίκτυο ένα όμορφο, μικρό αφιέρωμα για τον φίλο του, τον Ντόκτορ Νικόλα, το οποίο, πέρα από τη αγάπη και τη φιλία του, φωτίζει κάποιες στιγμές της ζωής του Ντόκτορ Νικόλα:


Αριθμημένοι Στίχοι Συνοδεία Βαρύ Γλυκού

«Πες μας,Ντόκτορ το 120 για τον Καραμανλή και τον Βασιλιά».

«Όχι, βρε, δεν είναι αυτό, είναι το….» και ανέφερε το σωστό νούμερο,  με το οποίο είχε καταχωρίσει στο λαβωμένο του μυαλό το συγκεκριμένο στιχάκι και άρχιζε, με δυνατή φωνή, την απαγγελία του. Και ήταν η σειρά ανεξίτηλα τυπωμένη, που δεν άλλαζε ποτέ.
Για το γεγονός που τον οδήγησε στην αρρώστια πολλά θρυλούνταν. Το πλέον προσφιλές ήταν «τον τρέλαναν τα γράμματα», που ταίριαζε και με το προσωνύμιο «Ντόκτορ» και βόλευε (όπως αναφέρει και ο Πετσετίδης σε ένα διήγημά του) όσους διατηρούσαν με τα σχολικά μαθήματα το … «μακριά κι αγαπημένοι». Άλλοι αναφέρουν ως αιτία τη ρήξη με τον πατέρα του για σπατάλες στη διάρκεια των σπουδών του, γεγονός που ενίσχυαν οι επιστολές τις οποίες απήγγειλε ο ίδιος ο Ντόκτορ Νικόλας:

- Βρε άσωτε υιέ, βρε αναίσθητε γάιδαρε…

Και η απάντηση:

- Πατέρα, μην ακούς τους ρουφιάνους.

Όπως και να ήταν τα πράγματα, η γενιά μας και οι παλιότεροι τον θυμόμαστε να πορεύεται στους δρόμους της Σπάρτης, να απαγγέλλει τα στιχάκια του, με τα οποία- πάνω σε λαϊκά ή δημοτικά μοτίβα - σχολίαζε πολιτικούς, πρόσωπα της πόλης (πολλά ήταν σεξιστικού περιεχομένου) και να απαντά στην ερώτηση (δήθεν βαρήκοων) «πώς τον πίνεις τον καφέ;»: «Βαρύυυυ γλυκό».

Ζούσε από την ανταπόδοση των λίγων εύθυμων στιγμών που χάριζε, από την αίτηση βοήθειας συνοδευόμενης πάντα με την απαραίτητη διευκρίνιση: «ελεημοσύνη και όχι δανεικά» και από φαγητό που του έδιναν γειτόνισσες, στις χαμοκέλες που ζούσε πριν τις σαρώσει  η θύελλα της αντιπαροχής.

Κάποια στιγμή, τα χρόνια βάρυναν τις πλάτες του Νικόλα, δεν θυμάμαι αν μπερδεύτηκε μέσα του η σειρά κατάταξης των στίχων του, ο φίλος όμως δεν έμεινε απροστάτευτος.

Οι κοινωνικές δομές της πόλης ανέλαβαν τη περίθαλψή του στο Γηροκομείο. Έτσι θα ζήσει μέχρι το τέλος του ήσυχα, χωρίς να χρειάζεται να απαγγέλλει και απολαμβάνει φαγητό, κρεβάτι και τον αγαπημένο του «βαρύ γλυκό».

Τώρα, μαζί με το Σερίφη, θα αναλογίζονται πόσα στιχάκια ο ένας και πόσες ατάκες ο άλλος θα είχαν δημιουργήσει βλέποντας τη σημερινή πραγματικότητα.»

Βασίλης Γεροντίδης


Το τέλος της ζωής του Ντόκτορ Νικόλα έμεινε άγνωστο, όπως, άλλωστε, και η αρχή της. Ήρθε από το πουθενά … έφυγε στο πουθενά.
Κατάφερε όμως να ζει στη μνήμη και στην ψυχή της πόλης, εκεί που πολλοί άλλοι «μεγάλοι» και «λογικοί» λησμονήθηκαν.

«Εγώ είμαι καλύτερος από σένα τώρα. Εγώ είμαι τρελός, εσύ δεν είσαι τίποτα…. Είσαι ένα μηδενικό σκέτο.»

(Ο Τρελός προς τον Βασιλιά)
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, «Βασιλιάς Ληρ»


*Η φωτογραφία (η μοναδική που υπάρχει) του «Ντόκτορ Νικόλα» οφείλεται στον Ανδρέα Χιώτη, και συνόδευε το άρθρο του για τον Ντόκτορ Νικόλα, στη εφημερίδα Λακωνικός Κήρυξ, 11-9-1966.
*Ευχαριστίες πολλές προς τον Βασίλη Γεροντίδη και τον Θύμιο Κοντοέ για τις πληροφορίες και προς τη Βιβλιοθήκη Σπάρτης για το αρχειακό υλικό.
-Βαρύυυυυυυυ γλυκόοοοοοο!!!

Όσοι διάβαιναν τους δρόμους της Σπάρτης, στα παλιότερα χρόνια, χαμογελούσαν όταν άκουγαν αυτή την ουρανομήκη κραυγή. Ήξεραν (γιατί κι αυτοί ίσως το είχαν κάνει κάποια στιγμή) πως κάποιος, για να σπάσει πλάκα, ρώτησε τον «Ντόκτορ Νικόλα»:


-Πώς τον πίνεις τον καφέ;

Και η άμεση απάντηση του «Ντόκτορ Νικόλα» ήταν:


-Βαρύυυυυυυυ γλυκόοοοοοο!!!

Εκατό φορές, συνεχόμενες, κι αν τον ρωτούσες, εκατό φορές, συνεχόμενες, θα έπαιρνες με τον ίδιο τρόπο, την ίδια απάντηση.

Ο «Ντόκτορ Νικόλας» ήταν μια πολύ συμπαθητική, ξεχωριστή και γραφική φυσιογνωμία της παλιάς Σπάρτης. Ήταν από κείνους τους ανθρώπους  που για κάποιο λόγο «αποφασίζουν» να σκέφτονται, να ζουν και να φέρονται έξω από την «κανονικότητα», από τον τρόπο ζωής και σκέψης των πολλών, άνθρωποι, που αφήνουν το δρόμο που περπατούν οι άλλοι και διαλέγουν το δικό τους μοναχικό και μυστήριο για μας (αλλά γι’ αυτούς «όχι») δρόμο. Εμείς, οι «φυσιολογικοί», τους κολλάμε, εύκολα και απροβλημάτιστα, στην πλάτη, την ταμπέλα του «τρελού» και όλα παίρνουν τον δρόμο τους: «Εμείς όπως βαδίζουμε και ο «τρελός» ανάποδα», παραδομένος στη χλεύη, στη γελοιοποίηση, στη δυστυχία, στην περιφρόνηση και στην απομόνωση, όταν δεν του έχουν κρατήσει μια καλή θέση για το άσυλο.

 «(…) κάθε φορά που το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή οι κοινωνικοί μηχανισμοί, έρχονται να οριοθετήσουν το άτομο μέσα από την λειτουργία τους η οποία θεωρείται “φυσιολογική”, απαιτούν από αυτό την υποταγή και την προσαρμογή. Για οποιοδήποτε άτομο που εκφράζει τις αντιρρήσεις του σε αυτόν τον εξαναγκασμό, οι αντιρρήσεις αυτές, η άρνηση να δεχτεί αυτό που έχει προαποφασιστεί, μπορεί πολύ εύκολα να θεωρηθεί σαν “μη φυσιολογική”. Τότε η άρνηση, ορίζεται από την κοινωνική ομάδα σαν “ψυχική ασθένεια”, η οποία, πρέπει να ξέρουμε, ότι παίρνει πολλές μορφές, που ξεκινάνε από την καταστροφική παθητικότητα μέχρι την καταστροφική επιθετικότητα. (…) Εάν η τρέλα θεωρείται το “μη φυσιολογικό”, τότε (η τρέλα) είναι μια κοινωνική κατασκευή που στοχεύει το άτομο που αρνείται την αποδοχή όρων, οι οποίοι, όπως είπα και πάρα πάνω, το απομακρύνουν από τις επιθυμίες του και από τον έλεγχο της ζωής του.(…)»

Κερεντζής Λάμπρος, Ψυχολόγος - Ψυχοπαιδαγωγός, Οικογενειακός Θεραπευτής, «Η τρέλα είναι μια κοινωνική κατασκευή», 28 Μαρτίου 2015

Πότε εμφανίστηκε στη Σπάρτη ο «Ντόκτορ Νικόλας» δεν έχει διασωθεί. Το πιθανότερο είναι να κατέβηκε στη Σπάρτη από το χωριό του, το Γεωργίτσι, κάπου στις αρχές της 10ετίας του ’50, όταν, μετά το τέλος του Εμφυλίου, άρχισαν να «αδειάζουν» τα χωριά μας και να «γεμίζουν» οι πρωτεύουσες. Ούτε ξέρει ή διέσωσε κανένας ποιους δικούς του ανθρώπους είχε και πώς βρέθηκε στην «άλλη πλευρά». Μια φήμη που τον ακολουθούσε και αναπαραγόταν έλεγε πως ο «Ντόκτορ Νικόλας» ήταν καλός και έξυπνος μαθητής και πως σπούδαζε γιατρός ( εξ ου και το «Ντόκτορ») μέχρι που η απογοήτευση και η λύπη από έναν βαθύ και μεγάλο έρωτα τον οδήγησαν να γίνει ο «τρελός» της Σπάρτης, ο «Ντόκτορ Νικόλας». Άλλοι έλεγαν πως τρελάθηκε εξαιτίας της ρήξης με τον πατέρα του που θύμωνε και  γκρίνιαζε για τα υπέρογκα έξοδά του όταν σπούδαζε και άλλοι ισχυρίζονταν πως «τον τρέλαναν τα γράμματα». Όποια κι αν ήταν η αιτία (άλλωστε ποια σημασία θα είχε;) ο Ντόκτορ Νικόλας την κράτησε για τον εαυτό του.

Δουλειά δεν έκανε, ποτέ, καμιά ο Ντόκτορ Νικόλας. Απ’ το πρωί ως το βράδυ, με βήμα γοργό σαν κάποιος να τον κυνηγούσε, διάβαινε τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και την πλατεία της Σπάρτης φωνάζοντας: «βαρύυυυ γλυκόοοο» όταν περιπαιχτικά τον ρωτούσαν «Νικόλα, πώς τον πίνεις τον καφέ;» και λέγοντας στιχάκια κατά παραγγελία. Γιατί ο Ντόκτορ Νικόλας είχε αποθηκευμένο στο μυαλό του έναν μεγάλο αριθμό (πάνω από 100) στίχων και ποιημάτων δικών του, τα οποία απήγγελλε αριθμημένα. Δηλαδή, έφτανε κάποιος να του πει: «Πες, Νικόλα, το 59…» (ας πούμε), για ν’ αρχίσει να απαγγέλλει το υπ’ αριθμ. 59 ποίημα με δυνατή φωνή. Το θαυμαστό είναι πως, πάντα, όταν του «παρήγγελλες» αριθμημένο ποίημα, έλεγε ακριβώς το ίδιο, σημάδι πως τα είχε αποστηθίσει  με βάση τον αριθμό, που είχε δώσει στο καθένα μέσα στο μυαλό του. Όσες φορές κι αν είχαν προσπαθήσει να τον μπερδέψουν, ο Ντόκτορ Νικόλας δε λάθεψε ποτέ. Έλεγε, πάντα, το ίδιο ποίημα, αυτό που αντιστοιχούσε στον συγκεκριμένο αριθμό. Πότε και πώς στιχούργησε αυτά τα ποιήματα και πώς τα απομνημόνευσε με αυτή τη σειρά δεν έμαθε ποτέ κανένας. Σίγουρα, είναι κάτι, που δείχνει ότι, πράγματι, ο Ντόκτορ Νικόλας είχε κάποτε ένα δυνατό μυαλό.

Βέβαια, τα ποιήματα του «Ντόκτορ Νικόλα» ήταν κυρίως περιπαικτικά, υβριστικά και (τα περισσότερα) τολμηρά, έξυπνα όμως, που προκαλούσαν γέλια μέχρι δακρύων και που αρκετοί Σπαρτιάτες είχαν αποστηθίσει πολλά απ’ αυτά και τα αναπαρήγαγαν στις παρέες και αλλού:

«Ένα …. στην αχλαδιά
Κι ο ….. από κάτω
Χίλιες μετάνοιες έκανε
…. , κατέβα κάτω.
Δεν κατεβαίνω ……,
γιατ’ είσαι σκανταλιάρης
Και σκανταλεύεις τα ….
Και τα ξεχαρβαλώνεις!»

Μερικοί του έδιναν για ανταμοιβή κάποια «ψιλά», αλλά ο Ντόκτορ Νικόλας είχε κάνει και σταθερούς φίλους, τους οποίους επισκεπτόταν καθημερινά και του έδιναν χαρτζιλίκι. Μόνο που ο Ντόκτορ Νικόλας είχε ένα «κόλλημα»: Αν του έδιναν τα λεφτά λέγοντάς του «δανεικά», αρνιότανε να τα πάρει και τότε γινότανε ολόκληρη «διαπραγμάτευση» (για να σπάσουν πλάκα οι «δανειστές», φυσικά) μέχρι να τα δεχτεί ως όχι ως «δανεικά» αλλά ως «ελεημοσύνη». Μόλις άκουγε τη λέξη αυτή, έπαιρνε τα λεφτά, τα έβαζε στην τσέπη του κι έφευγε γι’ αλλού.

Τον θυμάμαι, όταν ερχότανε σε έναν απ’ αυτούς τους σταθερούς φίλους του, στον θείο μου τον Θύμιο Κοντοέ, που είχε το υπόγειο τσαγκάρικο στην Ευαγγελιστρίας. Όταν κατέβαινε κάτω ο μαστρο-Θύμιος ξεκρέμαγε ένα ψεύτικο πιστολάκι (παιδικό παιχνίδι) κι έκανε ότι τον σημαδεύει. Τότε ο Ντόκτορ Νικόλας, φώναζε δυνατά:


«Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις»;

Ήταν ένα παιχνίδι που το είχε αποδεχτεί και ήτανε φανερό ότι το ’παιζε γιατί του άρεσε αλλά και για να ευχαριστήσει τον φίλο του τον Θύμιο. Ύστερα, έπαιρνε το χαρτζιλίκι του κι έφευγε.

Ντυμένος, πάντα, χειμώνα - καλοκαίρι, με σακάκι ή παλτό (ελεημοσύνη κάποιων νοικοκυραίων) και με το χαρακτηριστικό πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι του που δεν αποχωρίστηκε ποτέ, ο Ντόκτορ Νικόλας ήταν το αλάτι και το πιπέρι μιας άνοστης (εν πολλοίς) ζωής. Μόνο που οι «λογικοί» της Σπάρτης ξεπέρναγαν πολλές φορές τα εσκαμμένα και τον ανάγκαζαν να ξεπερνά τα όρια που ο ίδιος έβαζε στον εαυτό του, επιδεινώνοντας συνάμα και το πρόβλημα που είχε και τη διαφορετικότητά του.

Έγραψε στα 1966, ο αείμνηστος δημοσιογράφος Ανδρέας Χιώτης στην εφημερίδα του «Λακωνικός Κήρυξ», για τον «Ντόκτορ Νικόλα»:

«Όλο και λιγοστεύουν οι πασίγνωστοι «τύποι» της Σπάρτης. Πάει ο συμπαθέστατος «Χαλουλάκος» πάει κι ο ταλαίπωρος ο «Κόνστινσον». Τους ξέκανε και τους δυο ο περσινός βαρύς χειμώνας. Κι έχει μείνει, μόνος σχεδόν τώρα, ο εκπληκτικός… αρθρομνήμων Δόκτωρ Νικόλας, ο από Γεωργιτσίου.

Ήταν ο δυστυχής ένα ήσυχο βασανισμένο ανθρωπάκι, που κανένα δεν ενοχλούσε. Διασκέδαζε μονάχα μικρούς και μεγάλους με τον μοναδικό «εμπιστευτικό κώδικά» του. Τώρα τον έχουν αποτρελάνει κι αυτόν. Λέγοντάς του πως είναι κατάσκοπος, τον κάνουν θηρίο σωστό και τον αναγκάζουν να φωνάζη και να βρίζη σ’ όλους τους τόνους, μέχρι που βραχνιάζει!

Το δράμα του αξιολύπητου αυτού ανθρωπάκου πρέπει πια να σταματήσει. Ή να τον κλείσουν σ’ ένα άσυλο, ή, το σωστότερο, να κλείσουν στο φρέσκο μερικούς απ’ αυτούς που τον πειράζουν. Έτσι θα απαλλαγή και ο ατυχής «Δόκτωρ» και εμείς οι άλλοι που δεν χρωστάμε τίποτα ν’ ακούμε χυδαίες βρισιές μέσα στους δρόμους, προς τέρψιν μερικών ασυνείδητων.

Λακωνικός Κήρυξ, 11 Σεπτεμβρίου 1966

Ένας από τους ειλικρινείς, καλούς και σταθερούς φίλους του «Ντόκτορ Νικόλα» ήταν ο Βασίλης Γεροντίδης (φίλος και συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο Αρρένων) που διατηρούσε πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, πρώτα στην Ευαγγελιστρίας και μετά στη Μενελάου. «Ψυχούλα» ο Βασίλης, αγαπούσε και συμμεριζόταν τον Ντόκτορ Νικόλα, του συμπαραστεκόταν υλικά (όσο μπορούσε) και στο πρακτορείο του ο Ντόκτορ Νικόλας  εύρισκε γαλήνη, ασφάλεια, ηρεμία και σιγουριά, γιατί ένιωθε πως ήταν σε ένα περιβάλλον δικό του, κοντά σε ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον αποδέχονταν. Κάποια στιγμή, ο Βασίλης Γεροντίδης δημοσίευσε στο διαδίκτυο ένα όμορφο, μικρό αφιέρωμα για τον φίλο του, τον Ντόκτορ Νικόλα, το οποίο, πέρα από τη αγάπη και τη φιλία του, φωτίζει κάποιες στιγμές της ζωής του Ντόκτορ Νικόλα:


Αριθμημένοι Στίχοι Συνοδεία Βαρύ Γλυκού

«Πες μας,Ντόκτορ το 120 για τον Καραμανλή και τον Βασιλιά».

«Όχι, βρε, δεν είναι αυτό, είναι το….» και ανέφερε το σωστό νούμερο,  με το οποίο είχε καταχωρίσει στο λαβωμένο του μυαλό το συγκεκριμένο στιχάκι και άρχιζε, με δυνατή φωνή, την απαγγελία του. Και ήταν η σειρά ανεξίτηλα τυπωμένη, που δεν άλλαζε ποτέ.
Για το γεγονός που τον οδήγησε στην αρρώστια πολλά θρυλούνταν. Το πλέον προσφιλές ήταν «τον τρέλαναν τα γράμματα», που ταίριαζε και με το προσωνύμιο «Ντόκτορ» και βόλευε (όπως αναφέρει και ο Πετσετίδης σε ένα διήγημά του) όσους διατηρούσαν με τα σχολικά μαθήματα το … «μακριά κι αγαπημένοι». Άλλοι αναφέρουν ως αιτία τη ρήξη με τον πατέρα του για σπατάλες στη διάρκεια των σπουδών του, γεγονός που ενίσχυαν οι επιστολές τις οποίες απήγγειλε ο ίδιος ο Ντόκτορ Νικόλας:

- Βρε άσωτε υιέ, βρε αναίσθητε γάιδαρε…

Και η απάντηση:

- Πατέρα, μην ακούς τους ρουφιάνους.

Όπως και να ήταν τα πράγματα, η γενιά μας και οι παλιότεροι τον θυμόμαστε να πορεύεται στους δρόμους της Σπάρτης, να απαγγέλλει τα στιχάκια του, με τα οποία- πάνω σε λαϊκά ή δημοτικά μοτίβα - σχολίαζε πολιτικούς, πρόσωπα της πόλης (πολλά ήταν σεξιστικού περιεχομένου) και να απαντά στην ερώτηση (δήθεν βαρήκοων) «πώς τον πίνεις τον καφέ;»: «Βαρύυυυ γλυκό».

Ζούσε από την ανταπόδοση των λίγων εύθυμων στιγμών που χάριζε, από την αίτηση βοήθειας συνοδευόμενης πάντα με την απαραίτητη διευκρίνιση: «ελεημοσύνη και όχι δανεικά» και από φαγητό που του έδιναν γειτόνισσες, στις χαμοκέλες που ζούσε πριν τις σαρώσει  η θύελλα της αντιπαροχής.

Κάποια στιγμή, τα χρόνια βάρυναν τις πλάτες του Νικόλα, δεν θυμάμαι αν μπερδεύτηκε μέσα του η σειρά κατάταξης των στίχων του, ο φίλος όμως δεν έμεινε απροστάτευτος.

Οι κοινωνικές δομές της πόλης ανέλαβαν τη περίθαλψή του στο Γηροκομείο. Έτσι θα ζήσει μέχρι το τέλος του ήσυχα, χωρίς να χρειάζεται να απαγγέλλει και απολαμβάνει φαγητό, κρεβάτι και τον αγαπημένο του «βαρύ γλυκό».

Τώρα, μαζί με το Σερίφη, θα αναλογίζονται πόσα στιχάκια ο ένας και πόσες ατάκες ο άλλος θα είχαν δημιουργήσει βλέποντας τη σημερινή πραγματικότητα.»

Βασίλης Γεροντίδης


Το τέλος της ζωής του Ντόκτορ Νικόλα έμεινε άγνωστο, όπως, άλλωστε, και η αρχή της. Ήρθε από το πουθενά … έφυγε στο πουθενά.
Κατάφερε όμως να ζει στη μνήμη και στην ψυχή της πόλης, εκεί που πολλοί άλλοι «μεγάλοι» και «λογικοί» λησμονήθηκαν.

«Εγώ είμαι καλύτερος από σένα τώρα. Εγώ είμαι τρελός, εσύ δεν είσαι τίποτα…. Είσαι ένα μηδενικό σκέτο.»

(Ο Τρελός προς τον Βασιλιά)
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, «Βασιλιάς Ληρ»


*Η φωτογραφία (η μοναδική που υπάρχει) του «Ντόκτορ Νικόλα» οφείλεται στον Ανδρέα Χιώτη, και συνόδευε το άρθρο του για τον Ντόκτορ Νικόλα, στη εφημερίδα Λακωνικός Κήρυξ, 11-9-1966.
*Ευχαριστίες πολλές προς τον Βασίλη Γεροντίδη και τον Θύμιο Κοντοέ για τις πληροφορίες και προς τη Βιβλιοθήκη Σπάρτης για το αρχειακό υλικό.

Η APELA προτείνει

image

images Άρθρα
01-03-2024

Κοντούλα λεμονιά

images Άρθρα
19-01-2024

Αϊ Γιάννη μου

images Άρθρα
19-01-2024

Η «ΜΑΣΚΑ»

images Άρθρα
10-01-2024

Η Ρώμη του 2024