Βαρελλάς: «Η κόλαση είναι οι άλλοι»
Μοιράσου το άρθρο:
31-07-2020
Γράφει ο Γιάννης Βαρελλάς
Σχετικά Άρθρα
Και γιατί θυμόμαστε σήμερα τη γνωστή αυτή φράση του Σαρτρ από το θεατρικό έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών»; Μα φυσικά γιατί το κλίμα και οι συνθήκες των καιρών που ζούμε το επιβάλλουν μιας και η δυστυχία μας δεν είναι τόσο που μας έκλεισαν πίσω από τα πορτοπαράθυρα του εφιαλτικά διογκωμένου ιδιωτικού μας βίου, όσο που πάνε σιγά -σιγά να μας πείσουν πως η κόλαση μας τελικά, είναι οι άλλοι.
Ποιοι άλλοι; Οι όποιοι άλλοι. Οι κάθε άλλοι. Οι τόοοσοι άλλοι. Όλοι οι άλλοι εν τέλει για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με αυτούς και για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και ασφαλές ακολουθώντας πιστά τις ευφάνταστες εντολές που η γκλάβα των γνωριζόντων κάθε φορά επιβάλει.
Τι κι αν με αεροπλάνα και βαπόρια καταφτάνουν από τις χώρες τους οι υμνητές του αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού (προσφέροντας το κατιτίς τους φυσικά στο παραγωγικό οικονομικό μας κατάντημα της ατελείωτης παροχής υπηρεσιών) αυτό ουδόλως δημιουργεί πρόβλημα μιας και βασικός ύποπτος, είναι ο Χατζηπετρής που δεν έβαλε την μάσκα στο φούρνο της γειτονιάς χθες που εθεάθει στιγμιαία να παραλαμβάνει «ασυνείδητα» τον άρτο ημών τον επιούσιον του.
Όσο και να πεις πως δεν φταίει ο νεαρός που στην παραλία κάθιδρος και μπουρμπουλωμένος μεταφέρει τους καφέδες και τα αναψυκτικά στους λουόμενους έχοντας συνάμα το νου του μην και τυχόν η μπουνάτσα κι η φουρτούνα βγάλει τον ιό προς τα έξω, ωστόσο στο πυρ το εξώτερον κι αυτός μιας και ποτέ δεν ξέρεις αν η αρρώστια αγαπάει τις θαλασσινές τις αύρες.
Φυσικά κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη του συγκεκριμένου υγειονομικού ζητήματος, ούτε κανείς δικαιούται να τυρβάζει περί άλλα αντί άλλων όταν η πραγματικότητα είναι τόσο ζοφερή για τους πάντες.
Η υπεύθυνη στάση όμως που απαιτείται, πόρρω απέχει από τους αλλοπρόσαλλους αυτούς «κουτσαβακισμούς» εντυπώσεων που κάθε τόσο υποχρεωμένους μας κάνουν να περάσουμε την λαιμαριά του δεσποτισμού τους, γύρω από τον τράχηλο μας.
Το αλάνθαστο κοκτέιλ του Θουκυδίδη «τιμή, δέος και όφελος» για να υποταχτεί η ανθρώπινη φύση που βρίσκει εφαρμογή και στον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι προκειμένου να καθοδηγηθεί το άβουλος πλήθος, δυστυχώς έχει επιβληθεί και σε εμάς όλους.
Υπάρχει το αδιαμφισβήτητο κύρος αυτών που δίνουν τις εντολές, υπάρχει ο φόβος αυτών που τις δέχονται και τις εκτελούν θέλουν δεν θέλουν, και υπάρχει και το κοινό συμφέρον ως υπέρ βωμών και εστιών αιτιολόγηση του γιατί πρέπει να συμβαίνουνε όλα αυτά.
Το χειρότερο δεν είναι που με έκλεισαν στη φυλακή και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν -λέει αυτός ο εξαίρετος ποιητής από την Κύπρο, ο Κώστας Μόντης- μα που δεν ξέρω ως που φτάνει η φυλακή μου για να κάνω επιτέλους σαν άνθρωπος κι εγώ, μιαν απόπειρα αποδράσεως.
Και η απόπειρα αυτή της αποδράσεως, δεν θα περιλαμβάνει τίποτα εξαιρετικές επιδόσεις σε επαναστατικές πρακτικές και τέτοια, όσο την απαίτηση για την επικράτηση της σύνεσης και της ψυχραιμίας, της λογικής κατά την αριστοτελική εκδοχή της μεσότητας όπου θα εκλείπουν οι ακρότητες πανικού ή εφησυχασμού, για μια ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ειδάλλως, βάσιμα κινδυνεύουμε από τα τόσα «φόρα τες – μην τις φοράς», «μείνε σπίτι- βγες από το σπίτι» να καταντήσουμε σαν τον Χότζα και μπλοκαρισμένοι από τις τόσες αντικρουόμενες οδηγίες, να φορτωθούμε τον γάιδαρο στον ώμο.
Στο μεταξύ, τι σόι αναπνευστικό θα μας μείνει στο τέλος καθώς με μουσκεμένες μάσκες σε χώρους που οι αποστάσεις θα μπορούσαν να ρυθμιστούν από μόνες τους-όταν φυσικά το ίδιο το κράτος δεν σε προκαλεί να τις παραβιάσεις με φιέστες ή καταναλωτικά τερτίπια ή με την ανοχή του ίσως σε κλειστά νυχτερινά κλαμπ που καταργείται κάθε έννοια αποστάσεων και αντικαπνιστικού νόμου- εισπνέουμε συνέχεια τις εκπνοές μας;
Σαν ναρκωμένα ζόμπι που η μόνη τους απαίτηση είναι πρωτίστως να σωθούν μες στον κλίβανο της ατομικής προστασίας τους και να ξεσπούν πότε-πότε γενόμενοι μικροί χαφιεδίσκοι, σηκώνοντας το δάχτυλο και δείχνοντας στην αστυνομία τον συνάνθρωπο τους που ψωνίζει στο βάθος του διαδρόμου των πάντα άφταιγων σουπερ-μάρκετ, με ελειπή την εφαρμογή της σωτήριας μάσκας απά στη μουσούδα του.
Ζούμε στην εποχή της νοθείας των εννοιών έλεγε ο πάντα επίκαιρος Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του «Οδοιπόρος μιας εποχής». Οι λέξεις δεν δηλώνουν πια, αλλά συγκαλύπτουν. Πίσω από τις λέξεις με το ύποπτο νόημα, κρύβονται υποκριτικά οι διφορούμενες καταστάσεις. Και πίσω και από αυτές τις καταστάσεις, οι εκμεταλλευτές τους.
Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υπολειπόμαστε σε γνώση για το τι πραγματικά συμβαίνει με όλα αυτά τα ζητήματα που αφορούν την πανδημία και ποια νήματα κινούνται παράλληλα με αυτή, ωστόσο δεν πρέπει να υπολειπόμαστε στην συνειδητοποίηση πως αν τελικά καταφέρουν να μας παρουσιάσουν ως κόλαση την επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους, τότε το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήτανε πράγματι αν καταφέρναμε να σωθούμε!
Ποιοι άλλοι; Οι όποιοι άλλοι. Οι κάθε άλλοι. Οι τόοοσοι άλλοι. Όλοι οι άλλοι εν τέλει για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με αυτούς και για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και ασφαλές ακολουθώντας πιστά τις ευφάνταστες εντολές που η γκλάβα των γνωριζόντων κάθε φορά επιβάλει.
Τι κι αν με αεροπλάνα και βαπόρια καταφτάνουν από τις χώρες τους οι υμνητές του αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού (προσφέροντας το κατιτίς τους φυσικά στο παραγωγικό οικονομικό μας κατάντημα της ατελείωτης παροχής υπηρεσιών) αυτό ουδόλως δημιουργεί πρόβλημα μιας και βασικός ύποπτος, είναι ο Χατζηπετρής που δεν έβαλε την μάσκα στο φούρνο της γειτονιάς χθες που εθεάθει στιγμιαία να παραλαμβάνει «ασυνείδητα» τον άρτο ημών τον επιούσιον του.
Όσο και να πεις πως δεν φταίει ο νεαρός που στην παραλία κάθιδρος και μπουρμπουλωμένος μεταφέρει τους καφέδες και τα αναψυκτικά στους λουόμενους έχοντας συνάμα το νου του μην και τυχόν η μπουνάτσα κι η φουρτούνα βγάλει τον ιό προς τα έξω, ωστόσο στο πυρ το εξώτερον κι αυτός μιας και ποτέ δεν ξέρεις αν η αρρώστια αγαπάει τις θαλασσινές τις αύρες.
Φυσικά κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη του συγκεκριμένου υγειονομικού ζητήματος, ούτε κανείς δικαιούται να τυρβάζει περί άλλα αντί άλλων όταν η πραγματικότητα είναι τόσο ζοφερή για τους πάντες.
Η υπεύθυνη στάση όμως που απαιτείται, πόρρω απέχει από τους αλλοπρόσαλλους αυτούς «κουτσαβακισμούς» εντυπώσεων που κάθε τόσο υποχρεωμένους μας κάνουν να περάσουμε την λαιμαριά του δεσποτισμού τους, γύρω από τον τράχηλο μας.
Το αλάνθαστο κοκτέιλ του Θουκυδίδη «τιμή, δέος και όφελος» για να υποταχτεί η ανθρώπινη φύση που βρίσκει εφαρμογή και στον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι προκειμένου να καθοδηγηθεί το άβουλος πλήθος, δυστυχώς έχει επιβληθεί και σε εμάς όλους.
Υπάρχει το αδιαμφισβήτητο κύρος αυτών που δίνουν τις εντολές, υπάρχει ο φόβος αυτών που τις δέχονται και τις εκτελούν θέλουν δεν θέλουν, και υπάρχει και το κοινό συμφέρον ως υπέρ βωμών και εστιών αιτιολόγηση του γιατί πρέπει να συμβαίνουνε όλα αυτά.
Το χειρότερο δεν είναι που με έκλεισαν στη φυλακή και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν -λέει αυτός ο εξαίρετος ποιητής από την Κύπρο, ο Κώστας Μόντης- μα που δεν ξέρω ως που φτάνει η φυλακή μου για να κάνω επιτέλους σαν άνθρωπος κι εγώ, μιαν απόπειρα αποδράσεως.
Και η απόπειρα αυτή της αποδράσεως, δεν θα περιλαμβάνει τίποτα εξαιρετικές επιδόσεις σε επαναστατικές πρακτικές και τέτοια, όσο την απαίτηση για την επικράτηση της σύνεσης και της ψυχραιμίας, της λογικής κατά την αριστοτελική εκδοχή της μεσότητας όπου θα εκλείπουν οι ακρότητες πανικού ή εφησυχασμού, για μια ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ειδάλλως, βάσιμα κινδυνεύουμε από τα τόσα «φόρα τες – μην τις φοράς», «μείνε σπίτι- βγες από το σπίτι» να καταντήσουμε σαν τον Χότζα και μπλοκαρισμένοι από τις τόσες αντικρουόμενες οδηγίες, να φορτωθούμε τον γάιδαρο στον ώμο.
Στο μεταξύ, τι σόι αναπνευστικό θα μας μείνει στο τέλος καθώς με μουσκεμένες μάσκες σε χώρους που οι αποστάσεις θα μπορούσαν να ρυθμιστούν από μόνες τους-όταν φυσικά το ίδιο το κράτος δεν σε προκαλεί να τις παραβιάσεις με φιέστες ή καταναλωτικά τερτίπια ή με την ανοχή του ίσως σε κλειστά νυχτερινά κλαμπ που καταργείται κάθε έννοια αποστάσεων και αντικαπνιστικού νόμου- εισπνέουμε συνέχεια τις εκπνοές μας;
Σαν ναρκωμένα ζόμπι που η μόνη τους απαίτηση είναι πρωτίστως να σωθούν μες στον κλίβανο της ατομικής προστασίας τους και να ξεσπούν πότε-πότε γενόμενοι μικροί χαφιεδίσκοι, σηκώνοντας το δάχτυλο και δείχνοντας στην αστυνομία τον συνάνθρωπο τους που ψωνίζει στο βάθος του διαδρόμου των πάντα άφταιγων σουπερ-μάρκετ, με ελειπή την εφαρμογή της σωτήριας μάσκας απά στη μουσούδα του.
Ζούμε στην εποχή της νοθείας των εννοιών έλεγε ο πάντα επίκαιρος Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του «Οδοιπόρος μιας εποχής». Οι λέξεις δεν δηλώνουν πια, αλλά συγκαλύπτουν. Πίσω από τις λέξεις με το ύποπτο νόημα, κρύβονται υποκριτικά οι διφορούμενες καταστάσεις. Και πίσω και από αυτές τις καταστάσεις, οι εκμεταλλευτές τους.
Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υπολειπόμαστε σε γνώση για το τι πραγματικά συμβαίνει με όλα αυτά τα ζητήματα που αφορούν την πανδημία και ποια νήματα κινούνται παράλληλα με αυτή, ωστόσο δεν πρέπει να υπολειπόμαστε στην συνειδητοποίηση πως αν τελικά καταφέρουν να μας παρουσιάσουν ως κόλαση την επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους, τότε το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήτανε πράγματι αν καταφέρναμε να σωθούμε!
Και γιατί θυμόμαστε σήμερα τη γνωστή αυτή φράση του Σαρτρ από το θεατρικό έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών»; Μα φυσικά γιατί το κλίμα και οι συνθήκες των καιρών που ζούμε το επιβάλλουν μιας και η δυστυχία μας δεν είναι τόσο που μας έκλεισαν πίσω από τα πορτοπαράθυρα του εφιαλτικά διογκωμένου ιδιωτικού μας βίου, όσο που πάνε σιγά -σιγά να μας πείσουν πως η κόλαση μας τελικά, είναι οι άλλοι.
Ποιοι άλλοι; Οι όποιοι άλλοι. Οι κάθε άλλοι. Οι τόοοσοι άλλοι. Όλοι οι άλλοι εν τέλει για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με αυτούς και για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και ασφαλές ακολουθώντας πιστά τις ευφάνταστες εντολές που η γκλάβα των γνωριζόντων κάθε φορά επιβάλει.
Τι κι αν με αεροπλάνα και βαπόρια καταφτάνουν από τις χώρες τους οι υμνητές του αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού (προσφέροντας το κατιτίς τους φυσικά στο παραγωγικό οικονομικό μας κατάντημα της ατελείωτης παροχής υπηρεσιών) αυτό ουδόλως δημιουργεί πρόβλημα μιας και βασικός ύποπτος, είναι ο Χατζηπετρής που δεν έβαλε την μάσκα στο φούρνο της γειτονιάς χθες που εθεάθει στιγμιαία να παραλαμβάνει «ασυνείδητα» τον άρτο ημών τον επιούσιον του.
Όσο και να πεις πως δεν φταίει ο νεαρός που στην παραλία κάθιδρος και μπουρμπουλωμένος μεταφέρει τους καφέδες και τα αναψυκτικά στους λουόμενους έχοντας συνάμα το νου του μην και τυχόν η μπουνάτσα κι η φουρτούνα βγάλει τον ιό προς τα έξω, ωστόσο στο πυρ το εξώτερον κι αυτός μιας και ποτέ δεν ξέρεις αν η αρρώστια αγαπάει τις θαλασσινές τις αύρες.
Φυσικά κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη του συγκεκριμένου υγειονομικού ζητήματος, ούτε κανείς δικαιούται να τυρβάζει περί άλλα αντί άλλων όταν η πραγματικότητα είναι τόσο ζοφερή για τους πάντες.
Η υπεύθυνη στάση όμως που απαιτείται, πόρρω απέχει από τους αλλοπρόσαλλους αυτούς «κουτσαβακισμούς» εντυπώσεων που κάθε τόσο υποχρεωμένους μας κάνουν να περάσουμε την λαιμαριά του δεσποτισμού τους, γύρω από τον τράχηλο μας.
Το αλάνθαστο κοκτέιλ του Θουκυδίδη «τιμή, δέος και όφελος» για να υποταχτεί η ανθρώπινη φύση που βρίσκει εφαρμογή και στον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι προκειμένου να καθοδηγηθεί το άβουλος πλήθος, δυστυχώς έχει επιβληθεί και σε εμάς όλους.
Υπάρχει το αδιαμφισβήτητο κύρος αυτών που δίνουν τις εντολές, υπάρχει ο φόβος αυτών που τις δέχονται και τις εκτελούν θέλουν δεν θέλουν, και υπάρχει και το κοινό συμφέρον ως υπέρ βωμών και εστιών αιτιολόγηση του γιατί πρέπει να συμβαίνουνε όλα αυτά.
Το χειρότερο δεν είναι που με έκλεισαν στη φυλακή και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν -λέει αυτός ο εξαίρετος ποιητής από την Κύπρο, ο Κώστας Μόντης- μα που δεν ξέρω ως που φτάνει η φυλακή μου για να κάνω επιτέλους σαν άνθρωπος κι εγώ, μιαν απόπειρα αποδράσεως.
Και η απόπειρα αυτή της αποδράσεως, δεν θα περιλαμβάνει τίποτα εξαιρετικές επιδόσεις σε επαναστατικές πρακτικές και τέτοια, όσο την απαίτηση για την επικράτηση της σύνεσης και της ψυχραιμίας, της λογικής κατά την αριστοτελική εκδοχή της μεσότητας όπου θα εκλείπουν οι ακρότητες πανικού ή εφησυχασμού, για μια ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ειδάλλως, βάσιμα κινδυνεύουμε από τα τόσα «φόρα τες – μην τις φοράς», «μείνε σπίτι- βγες από το σπίτι» να καταντήσουμε σαν τον Χότζα και μπλοκαρισμένοι από τις τόσες αντικρουόμενες οδηγίες, να φορτωθούμε τον γάιδαρο στον ώμο.
Στο μεταξύ, τι σόι αναπνευστικό θα μας μείνει στο τέλος καθώς με μουσκεμένες μάσκες σε χώρους που οι αποστάσεις θα μπορούσαν να ρυθμιστούν από μόνες τους-όταν φυσικά το ίδιο το κράτος δεν σε προκαλεί να τις παραβιάσεις με φιέστες ή καταναλωτικά τερτίπια ή με την ανοχή του ίσως σε κλειστά νυχτερινά κλαμπ που καταργείται κάθε έννοια αποστάσεων και αντικαπνιστικού νόμου- εισπνέουμε συνέχεια τις εκπνοές μας;
Σαν ναρκωμένα ζόμπι που η μόνη τους απαίτηση είναι πρωτίστως να σωθούν μες στον κλίβανο της ατομικής προστασίας τους και να ξεσπούν πότε-πότε γενόμενοι μικροί χαφιεδίσκοι, σηκώνοντας το δάχτυλο και δείχνοντας στην αστυνομία τον συνάνθρωπο τους που ψωνίζει στο βάθος του διαδρόμου των πάντα άφταιγων σουπερ-μάρκετ, με ελειπή την εφαρμογή της σωτήριας μάσκας απά στη μουσούδα του.
Ζούμε στην εποχή της νοθείας των εννοιών έλεγε ο πάντα επίκαιρος Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του «Οδοιπόρος μιας εποχής». Οι λέξεις δεν δηλώνουν πια, αλλά συγκαλύπτουν. Πίσω από τις λέξεις με το ύποπτο νόημα, κρύβονται υποκριτικά οι διφορούμενες καταστάσεις. Και πίσω και από αυτές τις καταστάσεις, οι εκμεταλλευτές τους.
Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υπολειπόμαστε σε γνώση για το τι πραγματικά συμβαίνει με όλα αυτά τα ζητήματα που αφορούν την πανδημία και ποια νήματα κινούνται παράλληλα με αυτή, ωστόσο δεν πρέπει να υπολειπόμαστε στην συνειδητοποίηση πως αν τελικά καταφέρουν να μας παρουσιάσουν ως κόλαση την επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους, τότε το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήτανε πράγματι αν καταφέρναμε να σωθούμε!
Ποιοι άλλοι; Οι όποιοι άλλοι. Οι κάθε άλλοι. Οι τόοοσοι άλλοι. Όλοι οι άλλοι εν τέλει για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με αυτούς και για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και ασφαλές ακολουθώντας πιστά τις ευφάνταστες εντολές που η γκλάβα των γνωριζόντων κάθε φορά επιβάλει.
Τι κι αν με αεροπλάνα και βαπόρια καταφτάνουν από τις χώρες τους οι υμνητές του αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού (προσφέροντας το κατιτίς τους φυσικά στο παραγωγικό οικονομικό μας κατάντημα της ατελείωτης παροχής υπηρεσιών) αυτό ουδόλως δημιουργεί πρόβλημα μιας και βασικός ύποπτος, είναι ο Χατζηπετρής που δεν έβαλε την μάσκα στο φούρνο της γειτονιάς χθες που εθεάθει στιγμιαία να παραλαμβάνει «ασυνείδητα» τον άρτο ημών τον επιούσιον του.
Όσο και να πεις πως δεν φταίει ο νεαρός που στην παραλία κάθιδρος και μπουρμπουλωμένος μεταφέρει τους καφέδες και τα αναψυκτικά στους λουόμενους έχοντας συνάμα το νου του μην και τυχόν η μπουνάτσα κι η φουρτούνα βγάλει τον ιό προς τα έξω, ωστόσο στο πυρ το εξώτερον κι αυτός μιας και ποτέ δεν ξέρεις αν η αρρώστια αγαπάει τις θαλασσινές τις αύρες.
Φυσικά κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη του συγκεκριμένου υγειονομικού ζητήματος, ούτε κανείς δικαιούται να τυρβάζει περί άλλα αντί άλλων όταν η πραγματικότητα είναι τόσο ζοφερή για τους πάντες.
Η υπεύθυνη στάση όμως που απαιτείται, πόρρω απέχει από τους αλλοπρόσαλλους αυτούς «κουτσαβακισμούς» εντυπώσεων που κάθε τόσο υποχρεωμένους μας κάνουν να περάσουμε την λαιμαριά του δεσποτισμού τους, γύρω από τον τράχηλο μας.
Το αλάνθαστο κοκτέιλ του Θουκυδίδη «τιμή, δέος και όφελος» για να υποταχτεί η ανθρώπινη φύση που βρίσκει εφαρμογή και στον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι προκειμένου να καθοδηγηθεί το άβουλος πλήθος, δυστυχώς έχει επιβληθεί και σε εμάς όλους.
Υπάρχει το αδιαμφισβήτητο κύρος αυτών που δίνουν τις εντολές, υπάρχει ο φόβος αυτών που τις δέχονται και τις εκτελούν θέλουν δεν θέλουν, και υπάρχει και το κοινό συμφέρον ως υπέρ βωμών και εστιών αιτιολόγηση του γιατί πρέπει να συμβαίνουνε όλα αυτά.
Το χειρότερο δεν είναι που με έκλεισαν στη φυλακή και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν -λέει αυτός ο εξαίρετος ποιητής από την Κύπρο, ο Κώστας Μόντης- μα που δεν ξέρω ως που φτάνει η φυλακή μου για να κάνω επιτέλους σαν άνθρωπος κι εγώ, μιαν απόπειρα αποδράσεως.
Και η απόπειρα αυτή της αποδράσεως, δεν θα περιλαμβάνει τίποτα εξαιρετικές επιδόσεις σε επαναστατικές πρακτικές και τέτοια, όσο την απαίτηση για την επικράτηση της σύνεσης και της ψυχραιμίας, της λογικής κατά την αριστοτελική εκδοχή της μεσότητας όπου θα εκλείπουν οι ακρότητες πανικού ή εφησυχασμού, για μια ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ειδάλλως, βάσιμα κινδυνεύουμε από τα τόσα «φόρα τες – μην τις φοράς», «μείνε σπίτι- βγες από το σπίτι» να καταντήσουμε σαν τον Χότζα και μπλοκαρισμένοι από τις τόσες αντικρουόμενες οδηγίες, να φορτωθούμε τον γάιδαρο στον ώμο.
Στο μεταξύ, τι σόι αναπνευστικό θα μας μείνει στο τέλος καθώς με μουσκεμένες μάσκες σε χώρους που οι αποστάσεις θα μπορούσαν να ρυθμιστούν από μόνες τους-όταν φυσικά το ίδιο το κράτος δεν σε προκαλεί να τις παραβιάσεις με φιέστες ή καταναλωτικά τερτίπια ή με την ανοχή του ίσως σε κλειστά νυχτερινά κλαμπ που καταργείται κάθε έννοια αποστάσεων και αντικαπνιστικού νόμου- εισπνέουμε συνέχεια τις εκπνοές μας;
Σαν ναρκωμένα ζόμπι που η μόνη τους απαίτηση είναι πρωτίστως να σωθούν μες στον κλίβανο της ατομικής προστασίας τους και να ξεσπούν πότε-πότε γενόμενοι μικροί χαφιεδίσκοι, σηκώνοντας το δάχτυλο και δείχνοντας στην αστυνομία τον συνάνθρωπο τους που ψωνίζει στο βάθος του διαδρόμου των πάντα άφταιγων σουπερ-μάρκετ, με ελειπή την εφαρμογή της σωτήριας μάσκας απά στη μουσούδα του.
Ζούμε στην εποχή της νοθείας των εννοιών έλεγε ο πάντα επίκαιρος Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του «Οδοιπόρος μιας εποχής». Οι λέξεις δεν δηλώνουν πια, αλλά συγκαλύπτουν. Πίσω από τις λέξεις με το ύποπτο νόημα, κρύβονται υποκριτικά οι διφορούμενες καταστάσεις. Και πίσω και από αυτές τις καταστάσεις, οι εκμεταλλευτές τους.
Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υπολειπόμαστε σε γνώση για το τι πραγματικά συμβαίνει με όλα αυτά τα ζητήματα που αφορούν την πανδημία και ποια νήματα κινούνται παράλληλα με αυτή, ωστόσο δεν πρέπει να υπολειπόμαστε στην συνειδητοποίηση πως αν τελικά καταφέρουν να μας παρουσιάσουν ως κόλαση την επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους, τότε το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήτανε πράγματι αν καταφέρναμε να σωθούμε!