notification icon
Θα θέλατε να σας ενημερώνουμε για τα έκτακτα γεγονότα ;

Πλειώτας: Νομικός λόγος, «Κατάσταση ανάγκης και μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο

slider_image

Μοιράσου το άρθρο:

24-08-2015

Με την στήλη που σήμερα ανοίγω, ευελπιστώ από την επιστημονική μου θέση και το βήμα της μαχόμενης δικηγορίας την οποία ασκώ από το 1993, να συνεισφέρω τα ελάχιστα, εις τον διαρκή προβληματισμό μου γύρω από σημαντικά κατά την άποψή  μου νομικά ζητήματα, που άπτονται της καθημερινότητας.
 
Αρέσκομαι να λέω ότι κάθε τι το νομικό είναι και πραγματικό, γιατί πολύ απλά η νομική ως κοινωνική επιστήμη και κατ’ εμέ ως η «κορωνίδα» των επιστημών, λειτουργεί θέτοντας νόμους και κανόνες ζωής για την ζωή μας και τις υπαρκτές κοινωνικές σχέσεις.

Ισχύει ως εκ τούτου και το αντίστροφο: Κάθε τι το πραγματικό είναι και νομικό, διότι η κάθε συναλλακτική, κοινωνική αλλά και αντικοινωνική συμπεριφορά, χρίζει νομικής αντιμετώπισης αν θέλουμε να πιστεύουμε σε ένα κράτος δικαίου, θεσμών και κανόνων.

Η στήλη αυτή προσδοκά επίσης να αποτελέσει βήμα διαλόγου και επικοινωνίας μαζί Σας επί θεμάτων που όλους λίγο ή πολύ μας αφορούν, επιπροσθέτως δε να παρακινήσει τον Νομικό ή την Νομικό της πόλης ή του Νομού να συνεισφέρει την άξια και έμπειρή γνώση του/της σ’ όσα πιστεύει ότι χρίζουν δημοσιότητος, επ’ ωφελεία μίας καλύτερης δικαιοκρατικής αντίληψης και αντιμετώπισης αξιόλογων και επίκαιρων νομικών θεμάτων, που αναφέρονται και επηρεάζουν πλήθος συνανθρώπων μας που τα βιώνουν.

Για άλλη μία φορά νοιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω τα ΜΜΕ που φιλοξενούν την παρουσία και τον λόγο μου και κατ’ επέκταση προβάλουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου. Χωρίς αυτά το όλο εγχείρημα θα ήταν λειψό.
 
Σημερινό θέμα μου είναι οι πολλές ποινικές δίκες της δικαστικής περιόδου που πέρασε, για το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο ή άλλους φορείς, που διώκεται ποινικά κατά το άρθρο 25 Ν 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν 3943/2011 και 4321/2015 και η αξιολόγηση απ’ τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια του κλασσικού ισχυρισμού πολλών οφειλετών – κατηγορουμένων, ότι δεν μπορούν να καταβάλουν τα χρέη τους προς το δημόσιο, λόγω πλήρους οικονομικής αδυναμίας, εξαιτίας της εξαθλίωσης που έχουν υποστεί.


Συνήθως τα ποινικά δικαστήρια αξιολογώντας τον εν λόγω ισχυρισμό δεν αθωώνουν τον κατηγορούμενο αλλά τον καταδικάζουν αναγνωρίζοντάς του όμως το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, του άρθρου 84 παρ. 2 Ποινικού κώδικος, δηλαδή δέχονται μεν ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, πλην όμως όχι από ταπεινά αίτια (κακοβουλία, κακεντρέχεια, διαστροφή χαρακτήρος) αλλά ακριβώς λόγω της οικονομικής του αδυναμίας.

Έτσι τον «ανταμείβουν» με μειωμένη ποινή.

Είναι βέβαιον ότι και κατά την νέα δικαστική περίοδο πολλοί θα είναι οι κατηγορούμενοι για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, οι οποίοι ενώπιον των Δικαστηρίων θα αρθρώσουν ισχυρισμό αδυναμίας εξοφλήσεως λόγω απόλυτης οικονομικής τους εξαθλίωσης.

Πιστεύω ότι ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να κρίνεται απ’ την δικαιοσύνη όχι συλλήβδην και αθρόως ως ελαφρυντική περίσταση – άλλωστε ποτέ δεν ήταν πράξη δικαίου όλες οι υποθέσεις να αντιμετωπίζονται ενιαία χάριν της επιφανειακής ομοιότητάς τους, βάσει των εξωτερικών τους χαρακτηριστικών – αλλά να αξιολογείται με βάση τα εξής κατά την άποψή  μου νομικά και πραγματικά δεδομένα:


1/ Το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο και τρίτους αποτελεί γνήσιο έγκλημα παραλείψεως. Η παράλειψη στοιχειοθετείται με μόνη την μη εκτέλεση της συγκεκριμένης ενέργειας. Απαιτείται όμως να υπάρχει αντικειμενικά η δυνατότητα τέλεσης της ενέργειας αυτής. Αυτό σημαίνει ότι για να φθάσει ο δικαστής να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, δεν πρέπει να αρκείται μόνο στο γεγονός της μη καταβολής των οφειλών του, αλλά θα πρέπει πρωτίστως να ερευνήσει αν ο διωκόμενος οφειλέτης έχει αντικειμενικά την οικονομική δυνατότητα καταβολής των βεβαιωμένων χρεών του προς το δημόσιο.

2/ Όταν ο κατηγορούμενος αντικειμενικά δεν έχει καμία απολύτως οικονομική δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του δημοσίου ή τρίτων, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι πράττει άδικα.

Στην περίπτωση αυτή δεν πληρούται καν η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος. Όπως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν αδύναμο υπερήλικα ή έναν ανάπηρο που βλέπει ένα παιδάκι να πνίγεται στην θάλασσα και δεν πέφτει να τον σώσει, ότι διαπράττει το ποινικό αδίκημα της παράλειψης λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής άλλου (307 ΠΚ) ακριβώς κατά το ίδιο σκεπτικό, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν φορολογούμενο που δεν έχει αντικειμενικά την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει τα χρέη του προς το δημόσιο, για μη καταβολή χρεών.

Ο υπερήλικας και ο ανάπηρος αντικειμενικά είναι απολύτως αδύναμοι να παράσχουν βοήθεια και να λυτρώσουν από τον κίνδυνο ζωής το παιδάκι που πνίγεται μπροστά τους, όπως και ο εξαθλιωμένος φορολογούμενος είναι αντικειμενικά αδύνατο  να εξοφλήσει τα χρέη του προς το δημόσιο.

Εάν λοιπόν έχουμε έναν οφειλέτη κατηγορούμενο που έχει απολυθεί από την εργασία του, που αναζητά επί μήνες ή επί έτη εργασία αλλά δεν βρίσκει, που δεν διαθέτει κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, ώστε εκποιώντας τα να εξοφλήσει τα χρέη του, που δεν έχει την δυνατότητα δανεισμού ή αναζήτησης άλλων πόρων βοηθείας, τότε δεν είναι νομικά ορθό να καταδικασθεί για το συγκεκριμένο αδίκημα, πολύ απλά διότι δεν πληρούται καν η αντικειμενική του υπόσταση.


Το ίδιο ισχύει και για τον οφειλέτη προς το δημόσιο ή άλλους φορείς που έχει μπει σε ρύθμιση των οφειλών του αλλά λόγω εν συνεχεία απόλυτης και αναίτιας οικονομικής του αδυναμίας, δεν μπορεί αντικειμενικά να συνεχίσει να πληρώνει τις δόσεις του. Και αυτός πρέπει να αθωώνεται.

3/ Διαφορετική είναι η περίπτωση που ο οφειλέτης – κατηγορούμενος για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο ή άλλους φορείς, δεν έχει μεν απόλυτη οικονομική αδυναμία καταβολής των χρεών του ή πληρωμής των δόσεών του, διότι έχει κάποια χρήματα, πλην όμως του είναι απολύτως αναγκαία, προκειμένου να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του ιδίου και τις οικογένειάς του.

Πιστεύω ότι και στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωώνεται με εφαρμογή όμως της σχετικής διάταξης περί καταστάσεως ανάγκης του άρθρου 25 Ποινικού κώδικος.


Η διαφορά από την προηγούμενη περίπτωση είναι ότι εδώ ναι μεν ο οφειλέτης τελεί το αδίκημα, αλλά ο αρχικά άδικος χαρακτήρας της πράξης του αίρεται λόγω της καταστάσεως ανάγκης στην οποία βρίσκεται και η οποία δεν του επιτρέπει να εξοφλήσει τα χρέη του  διότι αν το πράξει θα στερηθεί του δικαιώματός του να ζήσει αυτός και η οικογένειά του.

Η κατάσταση ανάγκης αυτό ακριβώς είναι:
Μία σύγκρουση μεταξύ εννόμων αγαθών που φθάνει τον άνθρωπο σε οριακή κατάσταση και σε τραγικό δίλημμα, ποιό έννομο αγαθό θα σώσει και ποιό θα θυσιάσει.

Ο κατηγορούμενος οφειλέτης χρεών του δημοσίου, ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης, στην ουσία βρίσκεται σε μεγάλης έντασης κίνδυνο, παρόντα και με άλλα μέσα αναπότρεπτο, που απειλεί το πρόσωπο του ιδίου ή της οικογενείας του, χωρίς δική του υπαιτιότητα και τον οποίο κίνδυνο επιχειρεί να αποτρέψει, θυσιάζοντας το ένα από τα δύο συγκρουόμενα έννομα αγαθά και συγκεκριμένα, αυτό που κατά το είδος και την σπουδαιότητά του είναι κατώτερο από αυτό που επιλέγει να σώσει.

Όπως επιτρέπεται να κλέψει κάποιος την χρήση ενός ξένου αυτοκινήτου (χωρίς να κινδυνεύει να κατηγορηθεί για κλοπή χρήσης ξένου μεταφορικού μέσου) για να μεταφέρει έναν τραυματία στο πλησιέστερο νοσοκομείο, αποτρέποντας κίνδυνο ζωής του, έτσι επιτρέπεται στον κατηγορούμενο οφειλέτη για μη καταβολή χρεών στο δημόσιο να μη εξοφλήσει τα χρέη του ή να μην συνεχίσει να εξοφλεί τις δόσεις του, προκειμένου με τα λιγοστά χρήματα που έχει να εξασφαλίσει την επιβίωσή του και την επιβίωση της οικογενείας του.

Μοιραίο είναι στην περίπτωση αυτή να επιλέξει να ζήσει. Μία επιλογή που κρίνεται δικαιολογημένη και τελικά όχι άδικη, εφόσον η κατάσταση ανάγκης στην οποία βρέθηκε δεν οφείλεται σε δική του ευθύνη και δεν έχει άλλο μέσο να την αντιμετωπίσει.

Ο εν λόγω οφειλέτης πρέπει να προστατεύσει το βασικότερο όλων των εννόμων αγαθών που είναι η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του ιδίου και της οικογενείας του, θυσιάζοντας το έννομο αγαθό της διασφάλισης της περιουσίας του δημοσίου, που  χρέος όλων των φορολογουμένων είναι να την διασφαλίζουν, καλύπτοντας εμπρόθεσμα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.


Ο κάθε ένας από εμάς το ίδιο θα έπραττε εάν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ανάγκης.

4/ Με τις σκέψεις αυτές κλείνω και εύχομαι τα ποινικά δικαστήρια της ουσίας από τούδε και εις το εξής τέτοιες περιπτώσεις, όπου πράγματι είτε δεν υπάρχει αρχικό άδικο, είτε υπάρχει μεν αλλά υφίσταται κατάσταση ανάγκης που τελικώς το αίρει, να τολμούν και να αθωώνουν κατηγορούμενους για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο ή άλλους φορείς και να μην τους καταδικάζουν συλλήβδην και αθρόως, αναγνωρίζοντάς τους απλά το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτιών.


Χρήστος Α. Πλειώτας
Δικηγόρος


Με την στήλη που σήμερα ανοίγω, ευελπιστώ από την επιστημονική μου θέση και το βήμα της μαχόμενης δικηγορίας την οποία ασκώ από το 1993, να συνεισφέρω τα ελάχιστα, εις τον διαρκή προβληματισμό μου γύρω από σημαντικά κατά την άποψή  μου νομικά ζητήματα, που άπτονται της καθημερινότητας.
 
Αρέσκομαι να λέω ότι κάθε τι το νομικό είναι και πραγματικό, γιατί πολύ απλά η νομική ως κοινωνική επιστήμη και κατ’ εμέ ως η «κορωνίδα» των επιστημών, λειτουργεί θέτοντας νόμους και κανόνες ζωής για την ζωή μας και τις υπαρκτές κοινωνικές σχέσεις.

Ισχύει ως εκ τούτου και το αντίστροφο: Κάθε τι το πραγματικό είναι και νομικό, διότι η κάθε συναλλακτική, κοινωνική αλλά και αντικοινωνική συμπεριφορά, χρίζει νομικής αντιμετώπισης αν θέλουμε να πιστεύουμε σε ένα κράτος δικαίου, θεσμών και κανόνων.

Η στήλη αυτή προσδοκά επίσης να αποτελέσει βήμα διαλόγου και επικοινωνίας μαζί Σας επί θεμάτων που όλους λίγο ή πολύ μας αφορούν, επιπροσθέτως δε να παρακινήσει τον Νομικό ή την Νομικό της πόλης ή του Νομού να συνεισφέρει την άξια και έμπειρή γνώση του/της σ’ όσα πιστεύει ότι χρίζουν δημοσιότητος, επ’ ωφελεία μίας καλύτερης δικαιοκρατικής αντίληψης και αντιμετώπισης αξιόλογων και επίκαιρων νομικών θεμάτων, που αναφέρονται και επηρεάζουν πλήθος συνανθρώπων μας που τα βιώνουν.

Για άλλη μία φορά νοιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω τα ΜΜΕ που φιλοξενούν την παρουσία και τον λόγο μου και κατ’ επέκταση προβάλουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου. Χωρίς αυτά το όλο εγχείρημα θα ήταν λειψό.
 
Σημερινό θέμα μου είναι οι πολλές ποινικές δίκες της δικαστικής περιόδου που πέρασε, για το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο ή άλλους φορείς, που διώκεται ποινικά κατά το άρθρο 25 Ν 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν 3943/2011 και 4321/2015 και η αξιολόγηση απ’ τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια του κλασσικού ισχυρισμού πολλών οφειλετών – κατηγορουμένων, ότι δεν μπορούν να καταβάλουν τα χρέη τους προς το δημόσιο, λόγω πλήρους οικονομικής αδυναμίας, εξαιτίας της εξαθλίωσης που έχουν υποστεί.


Συνήθως τα ποινικά δικαστήρια αξιολογώντας τον εν λόγω ισχυρισμό δεν αθωώνουν τον κατηγορούμενο αλλά τον καταδικάζουν αναγνωρίζοντάς του όμως το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, του άρθρου 84 παρ. 2 Ποινικού κώδικος, δηλαδή δέχονται μεν ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, πλην όμως όχι από ταπεινά αίτια (κακοβουλία, κακεντρέχεια, διαστροφή χαρακτήρος) αλλά ακριβώς λόγω της οικονομικής του αδυναμίας.

Έτσι τον «ανταμείβουν» με μειωμένη ποινή.

Είναι βέβαιον ότι και κατά την νέα δικαστική περίοδο πολλοί θα είναι οι κατηγορούμενοι για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, οι οποίοι ενώπιον των Δικαστηρίων θα αρθρώσουν ισχυρισμό αδυναμίας εξοφλήσεως λόγω απόλυτης οικονομικής τους εξαθλίωσης.

Πιστεύω ότι ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να κρίνεται απ’ την δικαιοσύνη όχι συλλήβδην και αθρόως ως ελαφρυντική περίσταση – άλλωστε ποτέ δεν ήταν πράξη δικαίου όλες οι υποθέσεις να αντιμετωπίζονται ενιαία χάριν της επιφανειακής ομοιότητάς τους, βάσει των εξωτερικών τους χαρακτηριστικών – αλλά να αξιολογείται με βάση τα εξής κατά την άποψή  μου νομικά και πραγματικά δεδομένα:


1/ Το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο και τρίτους αποτελεί γνήσιο έγκλημα παραλείψεως. Η παράλειψη στοιχειοθετείται με μόνη την μη εκτέλεση της συγκεκριμένης ενέργειας. Απαιτείται όμως να υπάρχει αντικειμενικά η δυνατότητα τέλεσης της ενέργειας αυτής. Αυτό σημαίνει ότι για να φθάσει ο δικαστής να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, δεν πρέπει να αρκείται μόνο στο γεγονός της μη καταβολής των οφειλών του, αλλά θα πρέπει πρωτίστως να ερευνήσει αν ο διωκόμενος οφειλέτης έχει αντικειμενικά την οικονομική δυνατότητα καταβολής των βεβαιωμένων χρεών του προς το δημόσιο.

2/ Όταν ο κατηγορούμενος αντικειμενικά δεν έχει καμία απολύτως οικονομική δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του δημοσίου ή τρίτων, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι πράττει άδικα.

Στην περίπτωση αυτή δεν πληρούται καν η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος. Όπως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν αδύναμο υπερήλικα ή έναν ανάπηρο που βλέπει ένα παιδάκι να πνίγεται στην θάλασσα και δεν πέφτει να τον σώσει, ότι διαπράττει το ποινικό αδίκημα της παράλειψης λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής άλλου (307 ΠΚ) ακριβώς κατά το ίδιο σκεπτικό, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν φορολογούμενο που δεν έχει αντικειμενικά την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει τα χρέη του προς το δημόσιο, για μη καταβολή χρεών.

Ο υπερήλικας και ο ανάπηρος αντικειμενικά είναι απολύτως αδύναμοι να παράσχουν βοήθεια και να λυτρώσουν από τον κίνδυνο ζωής το παιδάκι που πνίγεται μπροστά τους, όπως και ο εξαθλιωμένος φορολογούμενος είναι αντικειμενικά αδύνατο  να εξοφλήσει τα χρέη του προς το δημόσιο.

Εάν λοιπόν έχουμε έναν οφειλέτη κατηγορούμενο που έχει απολυθεί από την εργασία του, που αναζητά επί μήνες ή επί έτη εργασία αλλά δεν βρίσκει, που δεν διαθέτει κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, ώστε εκποιώντας τα να εξοφλήσει τα χρέη του, που δεν έχει την δυνατότητα δανεισμού ή αναζήτησης άλλων πόρων βοηθείας, τότε δεν είναι νομικά ορθό να καταδικασθεί για το συγκεκριμένο αδίκημα, πολύ απλά διότι δεν πληρούται καν η αντικειμενική του υπόσταση.


Το ίδιο ισχύει και για τον οφειλέτη προς το δημόσιο ή άλλους φορείς που έχει μπει σε ρύθμιση των οφειλών του αλλά λόγω εν συνεχεία απόλυτης και αναίτιας οικονομικής του αδυναμίας, δεν μπορεί αντικειμενικά να συνεχίσει να πληρώνει τις δόσεις του. Και αυτός πρέπει να αθωώνεται.

3/ Διαφορετική είναι η περίπτωση που ο οφειλέτης – κατηγορούμενος για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο ή άλλους φορείς, δεν έχει μεν απόλυτη οικονομική αδυναμία καταβολής των χρεών του ή πληρωμής των δόσεών του, διότι έχει κάποια χρήματα, πλην όμως του είναι απολύτως αναγκαία, προκειμένου να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του ιδίου και τις οικογένειάς του.

Πιστεύω ότι και στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωώνεται με εφαρμογή όμως της σχετικής διάταξης περί καταστάσεως ανάγκης του άρθρου 25 Ποινικού κώδικος.


Η διαφορά από την προηγούμενη περίπτωση είναι ότι εδώ ναι μεν ο οφειλέτης τελεί το αδίκημα, αλλά ο αρχικά άδικος χαρακτήρας της πράξης του αίρεται λόγω της καταστάσεως ανάγκης στην οποία βρίσκεται και η οποία δεν του επιτρέπει να εξοφλήσει τα χρέη του  διότι αν το πράξει θα στερηθεί του δικαιώματός του να ζήσει αυτός και η οικογένειά του.

Η κατάσταση ανάγκης αυτό ακριβώς είναι:
Μία σύγκρουση μεταξύ εννόμων αγαθών που φθάνει τον άνθρωπο σε οριακή κατάσταση και σε τραγικό δίλημμα, ποιό έννομο αγαθό θα σώσει και ποιό θα θυσιάσει.

Ο κατηγορούμενος οφειλέτης χρεών του δημοσίου, ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης, στην ουσία βρίσκεται σε μεγάλης έντασης κίνδυνο, παρόντα και με άλλα μέσα αναπότρεπτο, που απειλεί το πρόσωπο του ιδίου ή της οικογενείας του, χωρίς δική του υπαιτιότητα και τον οποίο κίνδυνο επιχειρεί να αποτρέψει, θυσιάζοντας το ένα από τα δύο συγκρουόμενα έννομα αγαθά και συγκεκριμένα, αυτό που κατά το είδος και την σπουδαιότητά του είναι κατώτερο από αυτό που επιλέγει να σώσει.

Όπως επιτρέπεται να κλέψει κάποιος την χρήση ενός ξένου αυτοκινήτου (χωρίς να κινδυνεύει να κατηγορηθεί για κλοπή χρήσης ξένου μεταφορικού μέσου) για να μεταφέρει έναν τραυματία στο πλησιέστερο νοσοκομείο, αποτρέποντας κίνδυνο ζωής του, έτσι επιτρέπεται στον κατηγορούμενο οφειλέτη για μη καταβολή χρεών στο δημόσιο να μη εξοφλήσει τα χρέη του ή να μην συνεχίσει να εξοφλεί τις δόσεις του, προκειμένου με τα λιγοστά χρήματα που έχει να εξασφαλίσει την επιβίωσή του και την επιβίωση της οικογενείας του.

Μοιραίο είναι στην περίπτωση αυτή να επιλέξει να ζήσει. Μία επιλογή που κρίνεται δικαιολογημένη και τελικά όχι άδικη, εφόσον η κατάσταση ανάγκης στην οποία βρέθηκε δεν οφείλεται σε δική του ευθύνη και δεν έχει άλλο μέσο να την αντιμετωπίσει.

Ο εν λόγω οφειλέτης πρέπει να προστατεύσει το βασικότερο όλων των εννόμων αγαθών που είναι η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του ιδίου και της οικογενείας του, θυσιάζοντας το έννομο αγαθό της διασφάλισης της περιουσίας του δημοσίου, που  χρέος όλων των φορολογουμένων είναι να την διασφαλίζουν, καλύπτοντας εμπρόθεσμα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.


Ο κάθε ένας από εμάς το ίδιο θα έπραττε εάν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ανάγκης.

4/ Με τις σκέψεις αυτές κλείνω και εύχομαι τα ποινικά δικαστήρια της ουσίας από τούδε και εις το εξής τέτοιες περιπτώσεις, όπου πράγματι είτε δεν υπάρχει αρχικό άδικο, είτε υπάρχει μεν αλλά υφίσταται κατάσταση ανάγκης που τελικώς το αίρει, να τολμούν και να αθωώνουν κατηγορούμενους για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο ή άλλους φορείς και να μην τους καταδικάζουν συλλήβδην και αθρόως, αναγνωρίζοντάς τους απλά το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτιών.


Χρήστος Α. Πλειώτας
Δικηγόρος


Η APELA προτείνει

image

Eτικέτες :
images Άρθρα
01-03-2024

Κοντούλα λεμονιά

images Άρθρα
19-01-2024

Αϊ Γιάννη μου

images Άρθρα
19-01-2024

Η «ΜΑΣΚΑ»

images Άρθρα
10-01-2024

Η Ρώμη του 2024