notification icon
Θα θέλατε να σας ενημερώνουμε για τα έκτακτα γεγονότα ;

Καραχάλιος: Σοπρόν 19 Αυγούστου 2014 και μαθήματα Δημοκρατίας

slider_image

Μοιράσου το άρθρο:

31-07-2014

Επέτειος ανοίγματος των αυστροουγγρικών συνόρων και πτώσης του Σιδηρού παραπετάσματος.

(Γιατί μπορεί κάποτε να λησμονούμε την κοινωνία, μα είναι αυτοκαταστροφικό να λησμονούμε την ιστορία)

Σε τελετή μνήμης βρέθηκαν πριν λίγες ημέρες στο πρώην αυστροουγγρικό συνοριακό φυλάκιο Κλίνγκενμπαχ-Σόπρον, ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, ο Σλοβάκος ομόλογός του Μίροσλαβ Λάιτσακ και ο Ούγγρος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και Εμπορίου Πέτερ Σιγιάρτο, για να τιμήσουν την επέτειο του ιστορικού «ανοίγματος» των αυστροουγγρικών συνόρων, πριν από 25 χρόνια, που δρομολόγησε το τέλος του αποκαλούμενου «Σιδηρούν Παραπετάσματος» και της διαίρεσης της Ευρώπης.

Ιστορικό έχει μείνει εκείνο το, από κοινού, «κόψιμο» των συρματοπλεγμάτων, στις 27 Ιουνίου του 1989, από τους τότε υπουργούς Εξωτερικών της Αυστρίας, Αλοις Μοκ και της Ουγγαρίας, Γκιούλα Χορν, ο οποίος διετέλεσε αργότερα, μετά τις κοσμογονικές αλλαγές, πρωθυπουργός της χώρας του και πέθανε πριν από ένα χρόνο.

Η φωτογραφία με τους υπουργούς των δύο χωρών να κόβουν τα συρματοπλέγματα είχε κάνει τότε το γύρο του κόσμου και έως σήμερα θεωρείται συμβολική για το τέλος του «Σιδηρούν Παραπετάσματος», με τον Γκιούλα Χορν να δηλώνει τότε: «Είμαστε μάρτυρες ενός ιστορικού γεγονότος, καθώς τερματίσαμε τον, επί δεκαετίες, χωρισμό των δύο λαών που εμπόδιζε τη φιλία τους». Της κοπής του συρματοπλέγματος είχε προηγηθεί, στις 2 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, η απροσδόκητη ανακοίνωση της ουγγρικής κυβέρνησης, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στον αυστροουγγρικό συνοριακό σταθμό Χεγκιεσαλόμ, ότι η Ουγγαρία αποφάσισε να διαλύσει τις, κατά την άποψή της, περιττές εγκαταστάσεις συνοριακών ελέγχων.

Η ανακοίνωση αυτή και το συμβολικό «κόψιμο» του συρματοπλέγματος από τους Αλόις Μοκ και Γκιούλα Χορν, δύο μήνες αργότερα, λειτούργησαν καταλυτικά για την ιστορική μαζική φυγή χιλιάδων ανατολικογερμανών πολιτών, από την Ουγγαρία προς την Αυστρία, το Σεπτέμβριο του 1989, που θεωρήθηκε η «αρχή του τέλους» της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Διότι το «πραγματικό» άνοιγμα των ουγγρικών συνόρων προς την Αυστρία συντελέστηκε τη νύκτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου του 1989 και θεωρήθηκε διεθνώς, ως «θαρραλέα απόφαση με ιστορικές επιπτώσεις» από την πλευρά της Βουδαπέστης, στην οποία υπήρξε μια μετριοπαθής και διαλλακτική στάση της τότε σοβιετικής ηγεσίας υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα μαζικής φυγής στη Δύση, Ανατολικογερμανών πολιτών που βρίσκονταν στην Ουγγαρία για διακοπές, είχε γίνει ήδη στις 19 Αυγούστου 1989, όταν 600 από αυτούς είχαν εκμεταλλευτεί για τη διαφυγή τους στην Αυστρία, το προσωρινό άνοιγμα από την ουγγρική πλευρά, του συνοριακού σταθμού στο Σόπρον, για ελεύθερη διέλευση των συμμετεχόντων σε ένα παραμεθόριο «πικ-νικ ειρήνης».

Λίγες μόνον εβδομάδες μετά το πέρασμα των 600 στην Αυστρία και στη συνέχεια στην τότε Δυτική Γερμανία, η Ουγγαρία άνοιξε διάπλατα τα σύνορά της, και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη νύκτα της 10ης Σεπτεμβρίου, συνολικά 50.000 Ανατολικογερμανοί διέφυγαν χωρίς κανένα πρόβλημα στη Δύση.

Σήμερα εκτιμάται πως το γεγονός εκείνο υπήρξε η αφετηρία και λειτούργησε στη συνέχεια, ως «ουγγρικό ντόμινο», για την αποκαθήλωση του «Σιδηρού Παραπετάσματος», την κατάρρευση των κομμουνιστικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη και τελικά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το 1989, χρονιά της αλλαγής, κατά την οποία κατέρρευσαν αρχικά τα φονικά σύνορα και εν συνεχεία όλα τα καθεστώτα που αυτά περιέβαλλαν υπό την σοβιετική κυριαρχία, στην 25η επέτειο θα τιμηθεί ιδιαιτέρως.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή, τα αιτήματα των χιλιάδων θαρραλέων αντιπολιτευομένων Ούγγρων και Ανατολικογερμανών αφορούσαν κυρίως περισσότερα πολιτικά δικαιώματα, όπως ελευθερία γνώμης, τύπου και συναθροίσεων.

Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο και οι Ανατολικογερμανοί από την 11η Σεπτεμβρίου του 1989 άφηναν πίσω τους κάθε τι το «εγκόσμιο» και υλικό και ξεχύνονταν στα ανοικτά αυστροουγγρικά σύνορα και στη συνέχεια, συχνά χωρίς ούτε μια στάση, περνούσαν πίσω στην Βαυαρία. Δεν ήθελαν ούτε μία μέρα ακόμη να ανεχθούν αυτήν την «πικρή μαρτυρική γεύση» της ΛΔΓ. Εκτίμησαν την ελευθερία, την δυνατότητα να μπορούν να διαβάζουν όποιο βιβλίο θέλουν, πολύ περισσότερο δε την ελευθερία του να ταξιδεύουν και την ευημερία.

Τελικά, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1989 έγινε κάτι περισσότερο από ένα «πρώτο ρήγμα στο τείχος», όπως το περιγράφει ο τίτλος του βιβλίου του ιστορικού Αντρέας Οπλάτκα. Οι καθημερινές τηλεοπτικές εικόνες του αδιάκοπου ρεύματος φυγής εκείνων, που είχαν για δεκαετίες εξουθενωθεί από την μαρτυρική ζωή και την φτώχεια σε αντίθεση με τον πλούτο της τοπικής ολιγαρχίας, ενθάρρυνε όλο και περισσότερους «νομοταγείς πολίτες» να κατέβουν στον δρόμο.

Απόρροια των παραπάνω, στις 9 Νοεμβρίου θα πέσει το τείχος του Βερολίνου. Οι εικόνες της αλησμόνητης βραδιάς - Πέμπτη ήταν - του 1989 και των επομένων ημερών δεν έχουν χαράξει μόνο την συνείδηση των Γερμανών αλλά όλων των ευρωπαϊκών λαών που έζησαν τέτοιες εμπειρίες.
 
Ωστόσο, το «πρώτο ρήγμα στο τείχος» είχε καταφερθεί σχεδόν επτά μήνες νωρίτερα 700 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά. Κοντά στο ακριτικό χωριό Ράγκεντορφ (Ragendorf / Rajka), στο τριεθνές Αυστρίας - Σλοβακίας - Ουγγαρίας, ήδη από τις 18 Απριλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμαστική απόδραση από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Τότε ήταν που δοκιμάστηκαν τα μηχανήματα κατεδαφίσεως των πολυεπίπεδων εγκαταστάσεων φραγής των συνόρων, όπως δηλώνει ο τέως διοικητής της συνοριοφυλακής, στρατηγός Μπαλάτς Νοβάκι (Balazs Novaky). Ακόμη κι αν η επιλογή της τοποθεσίας οφείλετο σε τεχνικούς λόγους, το όνομα «Rajka» το γνώριζαν όλοι οι πολίτες της ΛΔΓ, που με ΙΧ ή με την αμαξοστοιχία 377 «Meridian» ταξίδευαν στην Ουγγαρία, «από την σφραγίδα στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα». Κατά την διαδρομή προς τον σιδηροδρομικό σταθμό Rajka μπορούσε κανείς να δει της εγκαταστάσεις που έφραζαν τον δρόμο προς την Αυστρία.

Το πρωί της 2ας Μαΐου ξεκίνησε με κάθε δημοσιότητα η φυγή από τα τέσσερα φραγμένα σημεία που είχαν κατεύθυνση προς την Αυστρία - αυτό αναφέρεται στα περισσότερα ιστορικά βιβλία ως η απαρχή της αποδομήσεως του «Σιδηρού Παραπετάσματος», το οποίο εκτεινόταν από την Ανατολική Θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
 
Οι εξαμβλωματικές, σοβιετικής κατασκευής ηλεκτρικές εγκαταστάσεις συναγερμού, απενεργοποιήθηκαν τότε μια για πάντα - για τους Ούγγρους πολίτες τα σύνορα είχαν την δεκαετία του `80 ούτως ή άλλως όλο και μικρότερη σημασία. Από το 1988 είχαν δικαίωμα για διαβατήριο, ισχύον για όλα τα κράτη. Τότε, χιλιάδες πολίτες της ΛΔΓ πήραν τον δρόμο ως «τουρίστες» για την Ουγγαρία. Πολλοί θαρραλέοι κατάφεραν με προσωπικό αγώνα να διαφύγουν στην Αυστρία ή την Γιουγκοσλαβία. Μερικοί ωστόσο συνελήφθησαν από Ούγγρους συνοριοφύλακες και μέχρι τον Ιούνιο (σύμφωνα με μία διακρατική συμφωνία) είχαν εκδοθεί στην ανατολικογερμανική Stasi (Κρατική Ασφάλεια). Κάποιοι άλλοι απευθύνθηκαν στην Πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας, στην Βουδαπέστη, η οποία έκλεισε τον Αύγουστο λόγω υπερπληρότητας. Όποιος δεν διέθετε άδεια ταξιδίου έβαζε πλώρη για τις πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας ή την μόνιμη αποστολή της Δυτικής Γερμανίας στο Ανατολικό Βερολίνο.

Στις 16 Ιουνίου του 1989, με μία κρατική εορταστική πρωτοβουλία τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα τα λείψανα του πάλαι ποτέ πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Ίμρε Νάγκι και των συναγωνιστών του, στην Πλατεία Ηρώων (Hosok Tere) της Βουδαπέστης. Ο Νάγκυ είχε εκτελεστεί και ταφεί κρυφά 31 χρόνια νωρίτερα, λόγω του ρόλου του στην εξέγερση του 1956. Στα μάτια των σκληροπυρηνικών κομμουνιστών της σοβιετικής σφαίρας επιρροής αυτό ήταν αρκετό για να θεωρηθούν προσβεβλημένοι. Ωστόσο, η κατάσταση κορυφώθηκε με την ομιλία του νεαρού αντιπολιτευομένου, Βίκτωρ Ορμπάν (αργότερα πρωθυπουργού της Ουγγαρίας από το 1998 ως το 2002), ο οποίος απαίτησε δημοσίως εκλογές και αποχώρηση των Σοβιετικών κατοχικών δυνάμεων.

Υπό ένα τέτοιο κλίμα ελευθερίας δεν ήταν έκπληξη που στις 27 Ιουνίου οι Υπουργοί Εξωτερικών Άλοϊς Μοκ (Alois Mock) της Αυστρίας και Γκιούλα Χορν (Gyula Horn) της Ουγγαρίας, υπό το βλέμμα του διεθνούς τύπου, στο Κρόισμπαχ (Kroisbach / Fertorakos) έκοψαν επιδεικτικά το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», κάτι που εύλογα ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το ρεύμα διαφυγής.

Στην Ουγγαρία, μετά το θρυλικό Πανευρωπαϊκό Πικνίκ στα σύνορα της 19ης Αυγούστου, το οποίο είχα την τύχη να παρακολουθήσω αφού τότε έκανα το πρώτο μου ταξίδι σε Αυστρία και Ουγγαρία,  - κατά το οποίο εκατοντάδες πολιτών της ΛΔΓ κατάφεραν να διαφύγουν μέσω Έντενμπουργκ / Σοπρόν (Οdenburg / Sopron) - η παιδαριώδης φύλαξη των συνόρων σταμάτησε και φάνηκε να σκληραίνει. Αυτό ήταν ολέθριο για μία οικογένεια από την Βαϊμάρη, η οποία το βράδυ της 21ης Αυγούστου ήθελε να δραπετεύσει απ’ τα σύνορα κοντά στην δυτική ουγγρική πόλη Γκινς (Guns / Koszeg). «Αφού ένας εκ των δύο συνοριοφυλάκων είχε εξαπολύσει προειδοποιητικές βολές και μία φωτοβολίδα, ήρθε στα χέρια με τον Γερμανό άνδρα. Κι εκεί εκπυρσοκρότησε το απασφαλισμένο αυτόματο πιστόλι» γράφει ο Οπλάτκα στο βιβλίο του, βασιζόμενος στην επίσημη έκθεση του διοικητή της ουγγρικής Συνοριοφυλακής, στρατηγού Γιάνος Τσέκελι (Janos Szekely), προς το Υπουργείο Εξωτερικών στην Βουδαπέστη.

«Η σφαίρα βρήκε τον φυγά, το γεννημένο το 1953 Κουρτ-Βέρνερ Σουλτς (Kurt-Werner Schulz), στο κεφάλι». Έτσι, το τελευταίο θύμα του τείχους δεν είναι ο Βερολινέζος Κρις Ζεφρουά (Chris Gueffroy), ο οποίος κατά την φυγή του από το Τρέπτοβ (Treptow) προς το Νόικελν (Neukolln) εκτελέσθηκε πισώπλατα από συνοριοφύλακες της ΛΔΓ τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Φεβρουαρίου, αλλά ο αρχιτέκτονας Κουρτ-Βέρνερ Σουλτς. Η σύζυγός του, Γκούντουλα Σαφίτελ, και ο εξάχρονος γιος του Γιοχάννες είχαν τουλάχιστον τύχη στην ατυχία τους. Μετά από έρευνα του συμβάντος (παρουσία αυστριακών υπηρεσιών), επετράπη και στους δύο να ταξιδεύσουν ανενόχλητοι προς την Δυτική Γερμανία.

Η τελευταία θανάσιμη βολή δεν έμεινε παρ’ όλα αυτά κρυφή. Εκ των υστέρων φάνηκε ότι αυτό το τόσο τραγικό αλλά μεμονωμένο περιστατικό επιτάχυνε τα γεγονότα. Αρχικά, τα στρατόπεδα υποδοχής πολιτών της ΛΔΓ άρχισαν να ξαναγεμίζουν, αφού σε πολλούς μία φυγή μέσα απ’ την «πράσινη γραμμή» φαινόταν πολύ επικίνδυνη. Το γνωστότερο από αυτά τα στρατόπεδα δημιουργήθηκε στις 14 Αυγούστου στην αυλή της St. Familia, κατοικίας του εφημερίου του Τσουγκλίγκετ (Zugliget) της Βουδαπέστης, από το ουγγρικό φιλανθρωπικό ίδρυμα Malteser.

Ο πατήρ Κοσμάς (Pater Kozma) και η επικεφαλής του Malteser, βαρώνη Σίλα φον Μπέζελαγκερ (Csilla Freifrau von Boeselager), καθώς και πολλοί εθελοντές Ούγγροι, φρόντισαν σε συγκινητικό βαθμό τους πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων πολλές οικογένειες με μικρά παιδιά.

Την 10η Σεπτεμβρίου, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Ούγγρο πρωθυπουργό Μίκλος Νέμεθ (Miklos Nemeth) και τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl), είχε φτάσει πια η ώρα. Ο υπουργός Εξωτερικών Χορν (Horn) ανακοίνωσε στις ειδήσεις των 7 της ουγγρικής τηλεοράσεως, ότι η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ανοίξει όλα τα δυτικά σύνορα για όλους τους πολίτες της ΛΔΓ. Έτσι έπεσε το πρώτο ντόμινο - από το ρήγμα της 18ης Απριλίου υπήρχε τώρα μία τεράστια τρύπα για δεκάδες χιλιάδες Γερμανών από την ΛΔΓ. Μπορούσαν πλέον με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τραίνο, αεροπλάνο ή και με τα πόδια να μεταβούν στην Δύση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν (τα τραίνα με τους πρόσφυγες από την πρεσβεία της Πράγας, η διαδήλωση της Δευτέρας, 9 Οκτωβρίου στην Λειψία και το τσεχικό άνοιγμα των συνόρων στις 4 Νοεμβρίου) ήταν τα περαιτέρω ντόμινα που έπεσαν μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου και η αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου.

Ανακεφαλαιωτικά τώρα, η πτώση των πολιτικών και στρατιωτικών συνόρων μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Μπλοκ ξεκίνησε από την Ουγγαρία, όταν αυτή, έξι μήνες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία.

Α. Άνοιγμα τον συνόρων Ουγγαρίας Αυστρίας
Μάιος 1989. Ούγγροι αξιωματούχοι αφαιρούν τα πλέγματα ασφαλείας στα σύνορα της χώρας με την Αυστρία. Οι «φράχτες» είχαν σκουριάσει και ο πρωθυπουργός Μίκλος Νέμετ δεν ήθελε να δαπανήσει άλλα χρήματα για να τους αντικαταστήσει. Στην πραγματικότητα η κομμουνιστική κυβέρνηση θεωρούσε ότι το «σιδηρούν παραπέτασμα» μεταξύ Δύσης και Ανατολής ήταν «παρωχημένο από τεχνική, πολιτική καιηθική άποψη

Β. Συμβολική κίνηση
Λίγες εβδομάδες μετά το πρώτο άνοιγμα των συνόρων στις 2 Μαΐου 1989, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας Γκιούλα Χορν έκοψε συμβολικά ένα κομμάτι των διαχωριστικών πλεγμάτων παρουσία του αυστριακού ομολόγου του, Αλόις Μοκ, μποστά σε διεθνή ΜΜΕ. Το κομμάτι αυτό έπρεπε στη συνέχεια να αντικατασταθεί με ένα νέο. Στο μεταξύ, όμως, όλα τα παλιά συρματοπλέγματα είχαν ήδη απομακρυνθεί.

Γ. Πανευρωπαϊκή προβολή
Η ηγεσία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) δεν χάρηκε ιδιαίτερα με τις εξελίξεις. Από την πλευρά της η Βουδαπέστη επέμεινε στην επιλογή της και αντιστάθηκε στις πιέσεις του Ανατολικού Βερολίνου. Ένα «πανευρωπαϊκό πικνίκ» στήθηκε συμβολικά στις 19 Αυγούστου του 1989 στην πόλη Σοπρόν, στα αυστροουγγρικά σύνορα, σηματοδοτώντας την «αλλαγή». Τότε άνοιξαν τα σύνορα για τρεις ώρες.

Δ. Διαφυγή προς Δυσμάς
Την ημέρα του «πανευρωπαϊκού πικνίκ» μόνο μία μικρή αντιπροσωπεία είχε λάβει ειδική άδεια για να περάσει τα σύνορα. Στο μεταξύ πάνω από 600 πολίτες της ΛΔΓ, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί για το μεγάλο γεγονός από διαφημιστικά φυλλάδια, έσπευσαν και οι ίδιοι στα σύνορα με την Αυστρία. Oικογένειες με παιδιά κατάφεραν τότε να διαφύγουν από την Ανατολική Γερμανία σε χώρες της δυτικής Ευρώπης.

Ε. Ο συνοριοφύλακας Άρπαντ Μπέλλα
Κατά τη διάρκεια του «πικνίκ» πολλοί Ούγγροι ήθελαν να περάσουν τα σύνορα, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν λάβει σχετική άδεια. Ο Άρπαντ Μπέλλα ήταν ο επικεφαλής συνοριοφύλακας που έδωσε εντολή στους άνδρες του να μην πυροβολήσουν όσους περνούσαν τα σύνορα, αποτρέποντας έτσι ένα λουτρό αίματος. Πολλοί συνάδελφοί του τον χαρακτήρισαν τότε «προδότη». Αργότερα τιμήθηκε για αυτήν του τη στάση.

Ζ. Προαναγγελία της πτώσης του Τείχους
Μετά το άνοιγμα των αυστροουγγρικών συνόρων χρειάστηκαν 82 ημέρες μέχρι την τελική πτώση των συνόρων που χώριζαν το Ανατολικό από το Δυτικό Μπλοκ. Επιστέγασμα του τέλους του «σιδηρού παραπετάσματος», όπως ήταν γνωστή η νοητή γραμμή συνόρων που χώριζε το σοβιετικό από το δυτικό κόσμο, ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου του 1989.

Η ελεύθερη δημοκρατική Ουγγαρία τίμησε τα θύματα της "κομμουνιστικής δικτατορίας"

Η πολιτική ηγεσία της Ουγγαρίας συγκεντρώθηκε στη Βουδαπέστη για ν αποτίσει φόρο τιμής σε όσους έχασαν τη ζωή τους κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης από το κομμουνιστικό καθεστώς, την περίοδο 1948-1989.
«Είναι καθήκον μας να διατηρήσουμε τη μνήμη των θυμάτων που η δικτατορία θέλησε να διαγράψει», δήλωσε στη σχετική ομιλία του ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν.

Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν από τους κομμουνιστές ανήκουν σε μία από τις σκοτεινότερες περιόδους..... όχι μόνον στην Ιστορία της Ουγγαρίας, αλλά και των παγκοσμίων χρονικών, υπογράμμισε σε ανακοινωθέν που εξέδωσε από την πλευρά του ο Ατίλα Μέστερχαζι, πρόεδρος του σοσιαλιστικού κόμματος.

Το 2000 το Ουγγρικό Κοινοβούλιο είχε ανακηρύξει την 25η Φεβρουαρίου ως Ημέρα Μνήμης των θυμάτων του κομμουνιστών. Εκείνη την ημέρα του 1947 ο Μπέλα Κόβατς, ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος την εποχή εκείνη (το Αγροτικό Κόμμα) είχε συλληφθεί και μεταχθεί στην ΕΣΣΔ έπειτα από κατασυκοφάντησή του.

Επί των ημερών του υπαρκτού σοσιαλισμού, κυρίως το 1963, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν εξαναγκασθεί να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να κλεισθούν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, όπου πολλοί βρήκαν τον θάνατο.

Η ουγγρική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο αριθμός των θυμάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων ανά τον κόσμο φθάνει τα 100 εκατομμύρια.
Μόνον στην Ανατολική Ευρώπη, ο αριθμός των νεκρών από τις διώξεις, την πείνα, τα καταναγκαστικά έργα και τις εκτελέσεις φθάνει το ένα εκατομμύριο.

Οι αδελφοί μας της Σοπρόν με επικεφαλής τον Δήμαρχο της ιστορικής αυτής αδελφοποιημένης πόλης της Ουγγαρίας, μας έχουν καλέσει επίσημα να βιώσουμε μαζί τους τα 25 χρόνια μνήμης όλων αυτών των συγκλονιστικών γεγονότων της μαρτυρικής χώρας τους. Δυστυχώς για την πόλη μας χωρίς την συμμετοχή της νέας Δημοτικής Αρχής, αφού ο νεοεκλεγείς Δήμαρχος και η σύζυγός του ακύρωσαν το ταξίδι λόγω «ιδεολογικών διαφορών» με την επέτειο...  

Με την ελπίδα το συγκεκριμένο συμβάν να αποτελέσει ένα μεμονωμένο περιστατικό και να μην είναι η απαρχή της απομόνωσης και περιθωριοποίησης της Σπάρτης και της ιστορίας της, ας κοιτάξουμε μπροστά με πνεύμα συγχωρητικότητας….Αν πάντως αυτό δεν συμβεί, η πρόσφατη εκλογή της νέας Δημοτικής Αρχής θα αποτελέσει την μεγαλύτερη παραπλάνηση των Σπαρτιατών στην σύγχρονη ιστορία της Σπάρτης.


Δημήτρης Π. Καραχάλιος
Διπλ.Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ

Επέτειος ανοίγματος των αυστροουγγρικών συνόρων και πτώσης του Σιδηρού παραπετάσματος.

(Γιατί μπορεί κάποτε να λησμονούμε την κοινωνία, μα είναι αυτοκαταστροφικό να λησμονούμε την ιστορία)

Σε τελετή μνήμης βρέθηκαν πριν λίγες ημέρες στο πρώην αυστροουγγρικό συνοριακό φυλάκιο Κλίνγκενμπαχ-Σόπρον, ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, ο Σλοβάκος ομόλογός του Μίροσλαβ Λάιτσακ και ο Ούγγρος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και Εμπορίου Πέτερ Σιγιάρτο, για να τιμήσουν την επέτειο του ιστορικού «ανοίγματος» των αυστροουγγρικών συνόρων, πριν από 25 χρόνια, που δρομολόγησε το τέλος του αποκαλούμενου «Σιδηρούν Παραπετάσματος» και της διαίρεσης της Ευρώπης.

Ιστορικό έχει μείνει εκείνο το, από κοινού, «κόψιμο» των συρματοπλεγμάτων, στις 27 Ιουνίου του 1989, από τους τότε υπουργούς Εξωτερικών της Αυστρίας, Αλοις Μοκ και της Ουγγαρίας, Γκιούλα Χορν, ο οποίος διετέλεσε αργότερα, μετά τις κοσμογονικές αλλαγές, πρωθυπουργός της χώρας του και πέθανε πριν από ένα χρόνο.

Η φωτογραφία με τους υπουργούς των δύο χωρών να κόβουν τα συρματοπλέγματα είχε κάνει τότε το γύρο του κόσμου και έως σήμερα θεωρείται συμβολική για το τέλος του «Σιδηρούν Παραπετάσματος», με τον Γκιούλα Χορν να δηλώνει τότε: «Είμαστε μάρτυρες ενός ιστορικού γεγονότος, καθώς τερματίσαμε τον, επί δεκαετίες, χωρισμό των δύο λαών που εμπόδιζε τη φιλία τους». Της κοπής του συρματοπλέγματος είχε προηγηθεί, στις 2 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, η απροσδόκητη ανακοίνωση της ουγγρικής κυβέρνησης, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στον αυστροουγγρικό συνοριακό σταθμό Χεγκιεσαλόμ, ότι η Ουγγαρία αποφάσισε να διαλύσει τις, κατά την άποψή της, περιττές εγκαταστάσεις συνοριακών ελέγχων.

Η ανακοίνωση αυτή και το συμβολικό «κόψιμο» του συρματοπλέγματος από τους Αλόις Μοκ και Γκιούλα Χορν, δύο μήνες αργότερα, λειτούργησαν καταλυτικά για την ιστορική μαζική φυγή χιλιάδων ανατολικογερμανών πολιτών, από την Ουγγαρία προς την Αυστρία, το Σεπτέμβριο του 1989, που θεωρήθηκε η «αρχή του τέλους» της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Διότι το «πραγματικό» άνοιγμα των ουγγρικών συνόρων προς την Αυστρία συντελέστηκε τη νύκτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου του 1989 και θεωρήθηκε διεθνώς, ως «θαρραλέα απόφαση με ιστορικές επιπτώσεις» από την πλευρά της Βουδαπέστης, στην οποία υπήρξε μια μετριοπαθής και διαλλακτική στάση της τότε σοβιετικής ηγεσίας υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα μαζικής φυγής στη Δύση, Ανατολικογερμανών πολιτών που βρίσκονταν στην Ουγγαρία για διακοπές, είχε γίνει ήδη στις 19 Αυγούστου 1989, όταν 600 από αυτούς είχαν εκμεταλλευτεί για τη διαφυγή τους στην Αυστρία, το προσωρινό άνοιγμα από την ουγγρική πλευρά, του συνοριακού σταθμού στο Σόπρον, για ελεύθερη διέλευση των συμμετεχόντων σε ένα παραμεθόριο «πικ-νικ ειρήνης».

Λίγες μόνον εβδομάδες μετά το πέρασμα των 600 στην Αυστρία και στη συνέχεια στην τότε Δυτική Γερμανία, η Ουγγαρία άνοιξε διάπλατα τα σύνορά της, και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη νύκτα της 10ης Σεπτεμβρίου, συνολικά 50.000 Ανατολικογερμανοί διέφυγαν χωρίς κανένα πρόβλημα στη Δύση.

Σήμερα εκτιμάται πως το γεγονός εκείνο υπήρξε η αφετηρία και λειτούργησε στη συνέχεια, ως «ουγγρικό ντόμινο», για την αποκαθήλωση του «Σιδηρού Παραπετάσματος», την κατάρρευση των κομμουνιστικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη και τελικά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το 1989, χρονιά της αλλαγής, κατά την οποία κατέρρευσαν αρχικά τα φονικά σύνορα και εν συνεχεία όλα τα καθεστώτα που αυτά περιέβαλλαν υπό την σοβιετική κυριαρχία, στην 25η επέτειο θα τιμηθεί ιδιαιτέρως.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή, τα αιτήματα των χιλιάδων θαρραλέων αντιπολιτευομένων Ούγγρων και Ανατολικογερμανών αφορούσαν κυρίως περισσότερα πολιτικά δικαιώματα, όπως ελευθερία γνώμης, τύπου και συναθροίσεων.

Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο και οι Ανατολικογερμανοί από την 11η Σεπτεμβρίου του 1989 άφηναν πίσω τους κάθε τι το «εγκόσμιο» και υλικό και ξεχύνονταν στα ανοικτά αυστροουγγρικά σύνορα και στη συνέχεια, συχνά χωρίς ούτε μια στάση, περνούσαν πίσω στην Βαυαρία. Δεν ήθελαν ούτε μία μέρα ακόμη να ανεχθούν αυτήν την «πικρή μαρτυρική γεύση» της ΛΔΓ. Εκτίμησαν την ελευθερία, την δυνατότητα να μπορούν να διαβάζουν όποιο βιβλίο θέλουν, πολύ περισσότερο δε την ελευθερία του να ταξιδεύουν και την ευημερία.

Τελικά, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1989 έγινε κάτι περισσότερο από ένα «πρώτο ρήγμα στο τείχος», όπως το περιγράφει ο τίτλος του βιβλίου του ιστορικού Αντρέας Οπλάτκα. Οι καθημερινές τηλεοπτικές εικόνες του αδιάκοπου ρεύματος φυγής εκείνων, που είχαν για δεκαετίες εξουθενωθεί από την μαρτυρική ζωή και την φτώχεια σε αντίθεση με τον πλούτο της τοπικής ολιγαρχίας, ενθάρρυνε όλο και περισσότερους «νομοταγείς πολίτες» να κατέβουν στον δρόμο.

Απόρροια των παραπάνω, στις 9 Νοεμβρίου θα πέσει το τείχος του Βερολίνου. Οι εικόνες της αλησμόνητης βραδιάς - Πέμπτη ήταν - του 1989 και των επομένων ημερών δεν έχουν χαράξει μόνο την συνείδηση των Γερμανών αλλά όλων των ευρωπαϊκών λαών που έζησαν τέτοιες εμπειρίες.
 
Ωστόσο, το «πρώτο ρήγμα στο τείχος» είχε καταφερθεί σχεδόν επτά μήνες νωρίτερα 700 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά. Κοντά στο ακριτικό χωριό Ράγκεντορφ (Ragendorf / Rajka), στο τριεθνές Αυστρίας - Σλοβακίας - Ουγγαρίας, ήδη από τις 18 Απριλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμαστική απόδραση από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Τότε ήταν που δοκιμάστηκαν τα μηχανήματα κατεδαφίσεως των πολυεπίπεδων εγκαταστάσεων φραγής των συνόρων, όπως δηλώνει ο τέως διοικητής της συνοριοφυλακής, στρατηγός Μπαλάτς Νοβάκι (Balazs Novaky). Ακόμη κι αν η επιλογή της τοποθεσίας οφείλετο σε τεχνικούς λόγους, το όνομα «Rajka» το γνώριζαν όλοι οι πολίτες της ΛΔΓ, που με ΙΧ ή με την αμαξοστοιχία 377 «Meridian» ταξίδευαν στην Ουγγαρία, «από την σφραγίδα στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα». Κατά την διαδρομή προς τον σιδηροδρομικό σταθμό Rajka μπορούσε κανείς να δει της εγκαταστάσεις που έφραζαν τον δρόμο προς την Αυστρία.

Το πρωί της 2ας Μαΐου ξεκίνησε με κάθε δημοσιότητα η φυγή από τα τέσσερα φραγμένα σημεία που είχαν κατεύθυνση προς την Αυστρία - αυτό αναφέρεται στα περισσότερα ιστορικά βιβλία ως η απαρχή της αποδομήσεως του «Σιδηρού Παραπετάσματος», το οποίο εκτεινόταν από την Ανατολική Θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
 
Οι εξαμβλωματικές, σοβιετικής κατασκευής ηλεκτρικές εγκαταστάσεις συναγερμού, απενεργοποιήθηκαν τότε μια για πάντα - για τους Ούγγρους πολίτες τα σύνορα είχαν την δεκαετία του `80 ούτως ή άλλως όλο και μικρότερη σημασία. Από το 1988 είχαν δικαίωμα για διαβατήριο, ισχύον για όλα τα κράτη. Τότε, χιλιάδες πολίτες της ΛΔΓ πήραν τον δρόμο ως «τουρίστες» για την Ουγγαρία. Πολλοί θαρραλέοι κατάφεραν με προσωπικό αγώνα να διαφύγουν στην Αυστρία ή την Γιουγκοσλαβία. Μερικοί ωστόσο συνελήφθησαν από Ούγγρους συνοριοφύλακες και μέχρι τον Ιούνιο (σύμφωνα με μία διακρατική συμφωνία) είχαν εκδοθεί στην ανατολικογερμανική Stasi (Κρατική Ασφάλεια). Κάποιοι άλλοι απευθύνθηκαν στην Πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας, στην Βουδαπέστη, η οποία έκλεισε τον Αύγουστο λόγω υπερπληρότητας. Όποιος δεν διέθετε άδεια ταξιδίου έβαζε πλώρη για τις πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας ή την μόνιμη αποστολή της Δυτικής Γερμανίας στο Ανατολικό Βερολίνο.

Στις 16 Ιουνίου του 1989, με μία κρατική εορταστική πρωτοβουλία τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα τα λείψανα του πάλαι ποτέ πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Ίμρε Νάγκι και των συναγωνιστών του, στην Πλατεία Ηρώων (Hosok Tere) της Βουδαπέστης. Ο Νάγκυ είχε εκτελεστεί και ταφεί κρυφά 31 χρόνια νωρίτερα, λόγω του ρόλου του στην εξέγερση του 1956. Στα μάτια των σκληροπυρηνικών κομμουνιστών της σοβιετικής σφαίρας επιρροής αυτό ήταν αρκετό για να θεωρηθούν προσβεβλημένοι. Ωστόσο, η κατάσταση κορυφώθηκε με την ομιλία του νεαρού αντιπολιτευομένου, Βίκτωρ Ορμπάν (αργότερα πρωθυπουργού της Ουγγαρίας από το 1998 ως το 2002), ο οποίος απαίτησε δημοσίως εκλογές και αποχώρηση των Σοβιετικών κατοχικών δυνάμεων.

Υπό ένα τέτοιο κλίμα ελευθερίας δεν ήταν έκπληξη που στις 27 Ιουνίου οι Υπουργοί Εξωτερικών Άλοϊς Μοκ (Alois Mock) της Αυστρίας και Γκιούλα Χορν (Gyula Horn) της Ουγγαρίας, υπό το βλέμμα του διεθνούς τύπου, στο Κρόισμπαχ (Kroisbach / Fertorakos) έκοψαν επιδεικτικά το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», κάτι που εύλογα ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το ρεύμα διαφυγής.

Στην Ουγγαρία, μετά το θρυλικό Πανευρωπαϊκό Πικνίκ στα σύνορα της 19ης Αυγούστου, το οποίο είχα την τύχη να παρακολουθήσω αφού τότε έκανα το πρώτο μου ταξίδι σε Αυστρία και Ουγγαρία,  - κατά το οποίο εκατοντάδες πολιτών της ΛΔΓ κατάφεραν να διαφύγουν μέσω Έντενμπουργκ / Σοπρόν (Οdenburg / Sopron) - η παιδαριώδης φύλαξη των συνόρων σταμάτησε και φάνηκε να σκληραίνει. Αυτό ήταν ολέθριο για μία οικογένεια από την Βαϊμάρη, η οποία το βράδυ της 21ης Αυγούστου ήθελε να δραπετεύσει απ’ τα σύνορα κοντά στην δυτική ουγγρική πόλη Γκινς (Guns / Koszeg). «Αφού ένας εκ των δύο συνοριοφυλάκων είχε εξαπολύσει προειδοποιητικές βολές και μία φωτοβολίδα, ήρθε στα χέρια με τον Γερμανό άνδρα. Κι εκεί εκπυρσοκρότησε το απασφαλισμένο αυτόματο πιστόλι» γράφει ο Οπλάτκα στο βιβλίο του, βασιζόμενος στην επίσημη έκθεση του διοικητή της ουγγρικής Συνοριοφυλακής, στρατηγού Γιάνος Τσέκελι (Janos Szekely), προς το Υπουργείο Εξωτερικών στην Βουδαπέστη.

«Η σφαίρα βρήκε τον φυγά, το γεννημένο το 1953 Κουρτ-Βέρνερ Σουλτς (Kurt-Werner Schulz), στο κεφάλι». Έτσι, το τελευταίο θύμα του τείχους δεν είναι ο Βερολινέζος Κρις Ζεφρουά (Chris Gueffroy), ο οποίος κατά την φυγή του από το Τρέπτοβ (Treptow) προς το Νόικελν (Neukolln) εκτελέσθηκε πισώπλατα από συνοριοφύλακες της ΛΔΓ τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Φεβρουαρίου, αλλά ο αρχιτέκτονας Κουρτ-Βέρνερ Σουλτς. Η σύζυγός του, Γκούντουλα Σαφίτελ, και ο εξάχρονος γιος του Γιοχάννες είχαν τουλάχιστον τύχη στην ατυχία τους. Μετά από έρευνα του συμβάντος (παρουσία αυστριακών υπηρεσιών), επετράπη και στους δύο να ταξιδεύσουν ανενόχλητοι προς την Δυτική Γερμανία.

Η τελευταία θανάσιμη βολή δεν έμεινε παρ’ όλα αυτά κρυφή. Εκ των υστέρων φάνηκε ότι αυτό το τόσο τραγικό αλλά μεμονωμένο περιστατικό επιτάχυνε τα γεγονότα. Αρχικά, τα στρατόπεδα υποδοχής πολιτών της ΛΔΓ άρχισαν να ξαναγεμίζουν, αφού σε πολλούς μία φυγή μέσα απ’ την «πράσινη γραμμή» φαινόταν πολύ επικίνδυνη. Το γνωστότερο από αυτά τα στρατόπεδα δημιουργήθηκε στις 14 Αυγούστου στην αυλή της St. Familia, κατοικίας του εφημερίου του Τσουγκλίγκετ (Zugliget) της Βουδαπέστης, από το ουγγρικό φιλανθρωπικό ίδρυμα Malteser.

Ο πατήρ Κοσμάς (Pater Kozma) και η επικεφαλής του Malteser, βαρώνη Σίλα φον Μπέζελαγκερ (Csilla Freifrau von Boeselager), καθώς και πολλοί εθελοντές Ούγγροι, φρόντισαν σε συγκινητικό βαθμό τους πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων πολλές οικογένειες με μικρά παιδιά.

Την 10η Σεπτεμβρίου, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Ούγγρο πρωθυπουργό Μίκλος Νέμεθ (Miklos Nemeth) και τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl), είχε φτάσει πια η ώρα. Ο υπουργός Εξωτερικών Χορν (Horn) ανακοίνωσε στις ειδήσεις των 7 της ουγγρικής τηλεοράσεως, ότι η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ανοίξει όλα τα δυτικά σύνορα για όλους τους πολίτες της ΛΔΓ. Έτσι έπεσε το πρώτο ντόμινο - από το ρήγμα της 18ης Απριλίου υπήρχε τώρα μία τεράστια τρύπα για δεκάδες χιλιάδες Γερμανών από την ΛΔΓ. Μπορούσαν πλέον με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τραίνο, αεροπλάνο ή και με τα πόδια να μεταβούν στην Δύση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν (τα τραίνα με τους πρόσφυγες από την πρεσβεία της Πράγας, η διαδήλωση της Δευτέρας, 9 Οκτωβρίου στην Λειψία και το τσεχικό άνοιγμα των συνόρων στις 4 Νοεμβρίου) ήταν τα περαιτέρω ντόμινα που έπεσαν μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου και η αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου.

Ανακεφαλαιωτικά τώρα, η πτώση των πολιτικών και στρατιωτικών συνόρων μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Μπλοκ ξεκίνησε από την Ουγγαρία, όταν αυτή, έξι μήνες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία.

Α. Άνοιγμα τον συνόρων Ουγγαρίας Αυστρίας
Μάιος 1989. Ούγγροι αξιωματούχοι αφαιρούν τα πλέγματα ασφαλείας στα σύνορα της χώρας με την Αυστρία. Οι «φράχτες» είχαν σκουριάσει και ο πρωθυπουργός Μίκλος Νέμετ δεν ήθελε να δαπανήσει άλλα χρήματα για να τους αντικαταστήσει. Στην πραγματικότητα η κομμουνιστική κυβέρνηση θεωρούσε ότι το «σιδηρούν παραπέτασμα» μεταξύ Δύσης και Ανατολής ήταν «παρωχημένο από τεχνική, πολιτική καιηθική άποψη

Β. Συμβολική κίνηση
Λίγες εβδομάδες μετά το πρώτο άνοιγμα των συνόρων στις 2 Μαΐου 1989, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας Γκιούλα Χορν έκοψε συμβολικά ένα κομμάτι των διαχωριστικών πλεγμάτων παρουσία του αυστριακού ομολόγου του, Αλόις Μοκ, μποστά σε διεθνή ΜΜΕ. Το κομμάτι αυτό έπρεπε στη συνέχεια να αντικατασταθεί με ένα νέο. Στο μεταξύ, όμως, όλα τα παλιά συρματοπλέγματα είχαν ήδη απομακρυνθεί.

Γ. Πανευρωπαϊκή προβολή
Η ηγεσία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) δεν χάρηκε ιδιαίτερα με τις εξελίξεις. Από την πλευρά της η Βουδαπέστη επέμεινε στην επιλογή της και αντιστάθηκε στις πιέσεις του Ανατολικού Βερολίνου. Ένα «πανευρωπαϊκό πικνίκ» στήθηκε συμβολικά στις 19 Αυγούστου του 1989 στην πόλη Σοπρόν, στα αυστροουγγρικά σύνορα, σηματοδοτώντας την «αλλαγή». Τότε άνοιξαν τα σύνορα για τρεις ώρες.

Δ. Διαφυγή προς Δυσμάς
Την ημέρα του «πανευρωπαϊκού πικνίκ» μόνο μία μικρή αντιπροσωπεία είχε λάβει ειδική άδεια για να περάσει τα σύνορα. Στο μεταξύ πάνω από 600 πολίτες της ΛΔΓ, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί για το μεγάλο γεγονός από διαφημιστικά φυλλάδια, έσπευσαν και οι ίδιοι στα σύνορα με την Αυστρία. Oικογένειες με παιδιά κατάφεραν τότε να διαφύγουν από την Ανατολική Γερμανία σε χώρες της δυτικής Ευρώπης.

Ε. Ο συνοριοφύλακας Άρπαντ Μπέλλα
Κατά τη διάρκεια του «πικνίκ» πολλοί Ούγγροι ήθελαν να περάσουν τα σύνορα, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν λάβει σχετική άδεια. Ο Άρπαντ Μπέλλα ήταν ο επικεφαλής συνοριοφύλακας που έδωσε εντολή στους άνδρες του να μην πυροβολήσουν όσους περνούσαν τα σύνορα, αποτρέποντας έτσι ένα λουτρό αίματος. Πολλοί συνάδελφοί του τον χαρακτήρισαν τότε «προδότη». Αργότερα τιμήθηκε για αυτήν του τη στάση.

Ζ. Προαναγγελία της πτώσης του Τείχους
Μετά το άνοιγμα των αυστροουγγρικών συνόρων χρειάστηκαν 82 ημέρες μέχρι την τελική πτώση των συνόρων που χώριζαν το Ανατολικό από το Δυτικό Μπλοκ. Επιστέγασμα του τέλους του «σιδηρού παραπετάσματος», όπως ήταν γνωστή η νοητή γραμμή συνόρων που χώριζε το σοβιετικό από το δυτικό κόσμο, ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου του 1989.

Η ελεύθερη δημοκρατική Ουγγαρία τίμησε τα θύματα της "κομμουνιστικής δικτατορίας"

Η πολιτική ηγεσία της Ουγγαρίας συγκεντρώθηκε στη Βουδαπέστη για ν αποτίσει φόρο τιμής σε όσους έχασαν τη ζωή τους κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης από το κομμουνιστικό καθεστώς, την περίοδο 1948-1989.
«Είναι καθήκον μας να διατηρήσουμε τη μνήμη των θυμάτων που η δικτατορία θέλησε να διαγράψει», δήλωσε στη σχετική ομιλία του ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν.

Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν από τους κομμουνιστές ανήκουν σε μία από τις σκοτεινότερες περιόδους..... όχι μόνον στην Ιστορία της Ουγγαρίας, αλλά και των παγκοσμίων χρονικών, υπογράμμισε σε ανακοινωθέν που εξέδωσε από την πλευρά του ο Ατίλα Μέστερχαζι, πρόεδρος του σοσιαλιστικού κόμματος.

Το 2000 το Ουγγρικό Κοινοβούλιο είχε ανακηρύξει την 25η Φεβρουαρίου ως Ημέρα Μνήμης των θυμάτων του κομμουνιστών. Εκείνη την ημέρα του 1947 ο Μπέλα Κόβατς, ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος την εποχή εκείνη (το Αγροτικό Κόμμα) είχε συλληφθεί και μεταχθεί στην ΕΣΣΔ έπειτα από κατασυκοφάντησή του.

Επί των ημερών του υπαρκτού σοσιαλισμού, κυρίως το 1963, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν εξαναγκασθεί να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να κλεισθούν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, όπου πολλοί βρήκαν τον θάνατο.

Η ουγγρική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο αριθμός των θυμάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων ανά τον κόσμο φθάνει τα 100 εκατομμύρια.
Μόνον στην Ανατολική Ευρώπη, ο αριθμός των νεκρών από τις διώξεις, την πείνα, τα καταναγκαστικά έργα και τις εκτελέσεις φθάνει το ένα εκατομμύριο.

Οι αδελφοί μας της Σοπρόν με επικεφαλής τον Δήμαρχο της ιστορικής αυτής αδελφοποιημένης πόλης της Ουγγαρίας, μας έχουν καλέσει επίσημα να βιώσουμε μαζί τους τα 25 χρόνια μνήμης όλων αυτών των συγκλονιστικών γεγονότων της μαρτυρικής χώρας τους. Δυστυχώς για την πόλη μας χωρίς την συμμετοχή της νέας Δημοτικής Αρχής, αφού ο νεοεκλεγείς Δήμαρχος και η σύζυγός του ακύρωσαν το ταξίδι λόγω «ιδεολογικών διαφορών» με την επέτειο...  

Με την ελπίδα το συγκεκριμένο συμβάν να αποτελέσει ένα μεμονωμένο περιστατικό και να μην είναι η απαρχή της απομόνωσης και περιθωριοποίησης της Σπάρτης και της ιστορίας της, ας κοιτάξουμε μπροστά με πνεύμα συγχωρητικότητας….Αν πάντως αυτό δεν συμβεί, η πρόσφατη εκλογή της νέας Δημοτικής Αρχής θα αποτελέσει την μεγαλύτερη παραπλάνηση των Σπαρτιατών στην σύγχρονη ιστορία της Σπάρτης.


Δημήτρης Π. Καραχάλιος
Διπλ.Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ

Η APELA προτείνει

image

Eτικέτες :
images Άρθρα
01-03-2024

Κοντούλα λεμονιά

images Άρθρα
19-01-2024

Αϊ Γιάννη μου

images Άρθρα
19-01-2024

Η «ΜΑΣΚΑ»

images Άρθρα
10-01-2024

Η Ρώμη του 2024